Του Δημήτρη Κατσούλα
Από τις εύφορες πεδιάδες του βορρά, βρεθήκαμε σ’ ένα άνυδρο και άγριο τοπίο που μας επιβεβαίωνε πως η μικρή σε έκταση Τυνησία είναι μια χώρα με μεγάλες αντιθέσεις. Στην θέα της ερήμου, το μυαλό μας ταξίδευε πίσω στο χρόνο, «σκηνοθετώντας» εικόνες με καραβάνια, πολύβουα παζάρια , πρόσωπα σμιλευμένα από τον αέρα και μικρούς επίγειους παράδεισους, τις οάσεις. Σε αυτή την γεωγραφική περιοχή της χώρας βρίσκονται μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα της Τυνησίας, που προσφέρουν απλόχερα στους επισκέπτες μοναδικές εμπειρίες!
Αφιλόξενα μέρη με... φραπέ!
Πριν επισκεφτούμε τις κοντινές στην Τοζέρ οάσεις, φροντίσαμε να μάθουμε πρώτα τι “εστί” όαση. Οι έρημοι αποτελούν το 1/3 της εδαφικής επιφάνειας του πλανήτη , είναι οι γεωγραφικές περιοχές όπου η βροχή αποτελεί ένα σπάνιο φαινόμενο. Ο υδράργυρος την ημέρα κατά την διάρκεια του θέρους αγγίζει τους 45-50 βαθμούς κελσίου ενώ την νύχτα φλερτάρει με το 0, σε συνδυασμό με την έλλειψη νερού -αλλά και τροφής- αποτελούν ένα από τα πιο αφιλόξενα μέρη του πλανήτη.
Κάπου εδώ «κολλάνε» και οι οάσεις! Θείο δώρο των οάσεων είναι το νερό και -όπως είναι γνωστό- όπου υπάρχει νερό έχουμε και ζωή. Οι μικρές γόνιμες εκτάσεις της ερήμου τροφοδοτούνται με νερό από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους, το νερό βρίσκει διέξοδο προς την επιφάνεια με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μικρές λίμνες ή ρυάκια και φυσικά να υπάρχει βλάστηση και γενικότερα ζωή!
Στις οάσεις ξεδιψούσαν τα καραβάνια και οι μοναχικοί ταξιδιώτες που διέσχιζαν τις ερήμους , ενώ οι ντόπιοι εκμεταλλεύονταν την παρουσία του νερού και καλλιεργούσαν την γη. Η Τοζέρ είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο εύφορες οάσεις της Τυνησίας, και σε κοντινή απόσταση από αυτή βρίσκονται τρεις ορεινές οάσεις, οι οποίες αποτελούν την τουριστική ατραξιόν της περιοχής: η όαση Chebika , η όαση Tamerza και η όαση Mides.
Με ορμητήριο την Τοζέρ, σκοπεύαμε να «κυκλώσουμε» τις ορεινές οάσεις και να επιστρέψουμε ξανά στην αφετηρία μας μέσω του ορεινού περάσματος του Ρόμελ.
Πρώτη στάση στην Σεμπίκα, την πιο γνωστή από τις τρεις οάσεις. Το χωριό ήταν μικρό και αμφιθεατρικά κτισμένο στην πλαγιά του βουνού, ενώ σε μικρή απόσταση από τα τελευταία λιθόκτιστα σπίτια του οικισμού βρίσκεται ένας μικρός καταρράκτης, ένας φοινικώνας και η πηγή που τροφοδοτεί με νερό όλα τα πηγάδια της περιοχής. Στο -μικρής έκτασης- γόνιμο έδαφος της όασης, οι χωρικοί βγάζουν τα προς το ζην καλλιεργώντας ρόδια, βερίκοκα , κίτρα, μπανάνες και άλλα καρποφόρα δέντρα. Στην είσοδο της όασης υπάρχουν μαγαζιά με σουβενίρ και δύο καφενεία που προσφέρουν αναψυκτικά, χυμούς και…. φραπέ!
Ο Άγγλος ασθενής
Φεύγοντας από την Σεμπίκα, συνεχίσαμε την ανάβαση σ’ έναν κακοτράχαλο ασφαλτόδρομο και προσεγγίσαμε την μεγαλύτερη ορεινή όαση της Τυνησίας, την Ταμέρζα, γνωστή κι ως «Το κρεμαστό μπαλκόνι της Σαχάρα». Η Ταμέρζα, όπως και η Σεμπίκα, εγκαταλείφθηκαν το 1969 έπειτα από καταστροφικές πλημμύρες. Απόδειξη της καταστροφής αποτελεί το ίδιο το ερειπωμένο χωριό της Ταμέρζα, που ελκύει χιλιάδες πεζοπόρους και φωτογράφους. Όσοι επισκέπτονται την Ταμέρζα, έρχονται μέχρι εδώ για να θαυμάσουν την θέα που έγινε διάσημη από την ταινία « Ο Άγγλος ασθενής».
Με την βοήθεια ενός ντόπιου “καλοθελητή” ξεναγού, περπατήσαμε για αρκετή ώρα μέσα στην όαση και κατόπιν διασχίσαμε ένα φαράγγι, μέσω του οποίου φτάσαμε μπροστά στον φημισμένο καταρράκτη της Ταμέρζα. Μετά τον θαυμασμό του άγριου τοπίου, ακολούθησε φυσικά ένας επικός διάλογος (στην αγγλική διάλεκτο) με τον ντόπιο «καμικάζι –ξεναγό», ο οποίος ζητούσε (ούτε λίγο, ούτε πολύ) 150 ευρώ για την ξενάγηση που μας πρόσφερε. Πραγματικά δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να κάνεις παζάρι στην Τυνησία!
Αφού κλείσαμε τελικά στα 30 ευρώ και για τους τρεις μας, συνεχίσαμε παρέα με τον «ξεναγό» για την όαση Μιντές. Πρόκειται για την μικρότερη από τις τρεις ορεινές οάσεις, την πιο κοντινή στην Αλγερία - απέχει μόλις τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα των δύο χωρών.
Η συνέχεια όμως μάς επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη. Αφού οδηγήσαμε τις μοτοσυκλέτες προς το χωριό Al Rudayyif, μέσω ενός ταλαιπωρημένου και στενού δρόμου βρεθήκαμε κατόπιν στο πέρασμα Rommel’s Ρass. Ήταν μια διαδρομή που είχε επιλέξει ο στρατάρχης του Γ’ Ράιχ για να περάσει με τα στρατεύματά του, ερχόμενος από την Αλγερία. Η αγριάδα του τοπίου, η θέα της μακρινής Τοζέρ και της αλμυρής λίμνης στο βάθος του ορίζοντα ήταν εικόνες καταπληκτικές, που έκοβαν την ανάσα. Κάπου εδώ όμως μάς αποχαιρέτησε ο ξεναγός ανοίγοντας γκάζι στο αγριεμένο παπί και αφού πρώτα έλαβε την αμοιβή του.
Από την Τοζέρ στην Ντούζ
Λίγα λεπτά μετά, ακούσαμε ήχους από πειραγμένα «παπιά». Τέσσερα άτομα με δυο “χρέπια” έκαναν την εμφάνισή τους. «Ο.Κ, σιγά τα ωά» σκέφτηκα. Όταν όμως διαπίστωσα ότι οι δύο από αυτούς κρατούσαν επιδεικτικά στα χέρια τους… όπλα, τότε αναίρεσα κάθε αρχική μου σκέψη. Εκεί πέρασαν πολλά από το μυαλό μου, από ληστεία μέχρι τα χειρότερα. Και ειδικά στο μέρος που ήμασταν, δεν θα μας έβρισκε κανένας… Πλησίασαν αρκετά, μας μίλησαν στα αραβικά, ασυναίσθητα τους χαιρετήσαμε και απομακρύνθηκαν. Η ψυχή μας πήγε μέχρι την κούλουρη, αλλά επέστρεψε σύντομα μιας και έπρεπε να εξαφανιστούμε δειλά, δειλά.
Η διαδρομή ερημική, τεράστιοι κοκκινωποί βράχοι κρέμονταν δεξιά και αριστερά του δρόμου, μπροστά μας ο ορίζοντας χάνονταν μιας και δεν υπήρχε κανένας ορεινός όγκος να τον κόβει, παρά μόνο η απεραντοσύνη της ερήμου, μια μοναδική οδηγική εμπειρία. Ολοκληρώνοντας την διαδρομή του Ρόμελ βρεθήκαμε μερικά χιλιόμετρα πριν την Τοζέρ. Στο ξενοδοχείο μας έγινε η απαραίτητη ανασυγκρότηση, φορτώσαμε τα μπαγκάζια και συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας νοτιότερα, προς την Ντούζ, την πύλη της Ερήμου, όπου και θα διανυκτερεύαμε.
Η διαδρομή από την Τοζέρ μέχρι την Ντούζ (120 χιλιόμετρα) είναι μια από τις ομορφότερες αλλά και δημοφιλέστερες διαδρομές στη Νότια Τυνησία. Ο λόγος είναι η αλμυρή λίμνη Σατ Αλ Τζάριντ, την οποία κόβει στην μέση ένας επίχωστος δρόμος μήκους 60 χιλιόμετρων. Μιλάμε για μια ατελείωτη ευθεία που εκτείνεται μέχρι πέρα μακριά στον ορίζοντα και συναρπάζει κάθε ταξιδευτή.
Η αλμυρή λίμνη Σατ Αλ Τζάριντ έχει έκταση 51.280 τ.χλμ., δημιουργήθηκε πριν από περίπου 1,5 εκατομμύριο χρόνια από τις τεκτονικές κινήσεις του φλοιού της γης και αποτελεί την μεγαλύτερη αλμυρή λίμνη της Β. Αφρικής. Την περισσότερη διάρκεια του χρόνου η λίμνη Σατ Αλ Τζάριντ είναι άνυδρη. Υπάρχουν όμως διάσπαρτα λεπτά στρώματα νερού, που δημιουργούν ένα περίεργο μωσαϊκό από κρυστάλλους άλατος, λευκού ή γαλάζιου χρώματος και λάσπης.
Αξέχαστες εικόνες
Η καλύτερη ώρα για να βρεθείτε στην περιοχή είναι το απόγευμα, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Τότε, μια αξέχαστη εικόνα θα φωλιάσει το μυαλό σας λόγω του παιχνιδιού του ήλιου και των κρυστάλλων άλατος. Παλαιότερα, κατά μήκος της διαδρομής, υπήρχαν υπαίθρια καφενεία όπου οι ταξιδιώτες είχαν την δυνατότητα να απολαύσουν την θέα, πίνοντας μια κούπα τσάι ή αγοράζοντας διάφορα σουβενίρ όπως τα «ρόδα της ερήμου» -σήμερα δυστυχώς πλέον δεν υπάρχει τίποτε παρά μόνο τα απομεινάρια τους.
Αφήσαμε για λίγο τον ασφαλτόδρομο και κατεβάσαμε τις μοτοσυκλέτες μας στο επίπεδο της λίμνης. Δυστυχώς, το ασταθές έδαφος δεν συγκρατούσε τα λάστιχα των μοτοσικλετών και προκειμένου να μην βρεθούμε βυθισμένοι στην λάσπη της λίμνης τραβήξαμε γρήγορα-γρήγορα τις απαραίτητες φωτογραφίες και μετά συνεχίσαμε την διαδρομή μας. Καθοδόν, στο μυαλό μου στριφογύριζε στο μυαλό μου ένας παλιός θρύλος της λίμνης «Ολόκληροι στρατοί έχουν εξαφανιστεί στα σπλάχνα της», εμείς την γλυτώσαμε!
Αφού περάσαμε από την πόλη Κεμπιλί την ώρα που ο ήλιος αποχαιρετούσε τον αφρικανικό ουρανό, φθάσαμε στην Ντούζ , την «Πύλη της Ερήμου», μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Εκεί εξασφαλίσαμε την διανυκτέρευσή μας (με λίγη δυσκολία, αφού τα περισσότερα ξενοδοχεία ήταν κλειστά), αλλά για δείπνο ούτε λόγος, μιας και τα εστιατόρια έκλειναν στις 10 το βράδυ. Ευτυχώς, στα μπαγκάζια μας υπήρχαν κάποιες κονσέρβες, λίγες φρυγανιές και αρκετές μπάρες δημητριακών. Έτσι, κοροϊδέψαμε την πείνα μας, οριζοντιωθήκαμε στα αναπαυτικά κρεβάτια μας και απλά περιμέναμε το ξημέρωμα για να χορτάσουμε με τον πλούσιο πρωινό μπουφέ!
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/taksidiotika-ston-kosmo-2/item/5954-taksidiotiko-tynisia-meros-2o#sigProId9fb34711c0
Συνεχίζεται….