Ευτυχώς που υπάρχουν οι καμήλες και δίνουν το δικό τους στίγμα στο τοπίο, σπάζοντας έτσι την καταραμένη μονοτονία της διαδρομής των 2.150 χλμ. (Oral – Aktobe – Aral – Shymkent). Καθοδόν, έκανα και μια στάση στο Κοσμοδρόμιο Βαϊκονούρ. Αφού από την NASA με είχαν απορρίψει, σκέφτηκα να απευθυνθώ στο αντίπαλο στρατόπεδο για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Τελικά, μόνο μπροστά στην πύλη με άφησαν να πλησιάσω.
Περνώντας με μικρή απόσταση από τις όχθες της Αράλη, μοιραία ήρθε στο μυαλό μου η ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική καταστροφή που έχει υποστεί η λίμνη. Την δεκαετία του 1960, οι Σοβιετικοί, θέλοντας να καταστήσουν το Ουζμπεκιστάν μια από τις μεγαλύτερες βαμβακοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου, κατασκεύασαν τεράστια αρδευτικά κανάλια και άρχισαν να μεταφέρουν το νερό της Αράλη στο Ουζμπεκιστάν. Το μεγαλόπνοο σχέδιο μπορεί τελικα να πέτυχε, αλλά το κόστος για την Αράλη ήταν τεράστιο, αφού μόνο το 10% της αρχικής έκτασής της έχει πλέον απομείνει.
Στη μητρόπολη της Κεντρικής Ασίας
Με καταγεγραμμένα 6.500 χλμ. από το ξεκίνημα του ταξιδιού, αντίκρισα τα πρώτα σπίτια της Τασκένδης, μόλις 20 χλμ. μακριά από την συνοριακή μεθόριο του Καζακστάν.
Επιτέλους, άφηνα πίσω την καυτή έρημο και μπροστά με καλωσόριζε ο πολιτισμός. Δυο μέρες είχα στην διάθεσή μου για ξεκούραση, ανασυγκρότηση και μια σύντομη περιήγηση στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, η οποία, παρεμπιπτόντως, αποτελεί την πολυπληθέστερη πόλη της Κεντρικής Ασίας με 2.300.000 κατοίκους. Εντάξει, τα νούμερα δεν είναι τρομερά.
Με λειτουργική ρυμοτομία, μοντέρνα κτίρια, χαρακτηριστική άνεση χώρων και αρκετό πράσινο, η μητρόπολη της Κεντρικής Ασίας μου αποκαλύφθηκε με δυο πρόσωπα: το παραδοσιακό και το σύγχρονο – και τα δυο ήταν εξίσου ελκυστικά και ενδιαφέροντα.
Πού κτυπούσε η καρδιά της πόλης; Μα φυσικά στα περιποιημένα πάρκα και στις πλατείες με τα εντυπωσιακά σιντριβάνια, ενώ οι πυκνές δεντροστοιχίες που διέτρεχαν τις κεντρικότερες λεωφόρους της πρωτεύουσας της χάριζαν αφειδώς μια πράσινη υπερχειλίζουσα ομορφιά. Ναι, στην Τασκένδη γαλήνεψε η ψυχή μου. Είμαι πλέον έτοιμος για το ραντεβού μου με το γαλάζιο μαργαριτάρι της Κεντρικής Ασίας, την μυθική Σαμαρκάνδη.
Το γαλάζιο μαργαριτάρι της Ανατολής
«Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο μπορείς να θαυμάσεις τις Πυραμίδες και το αινιγματικό χαμόγελο της Σφίγγας. Να απολαύσεις τα γαλάζια κύματα της Μεσογείου και να γονατίσεις ευλαβικά κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Να ανακαλύψεις τη Ρώμη μέσα από το Κολοσσαίο και να εκστασιαστείς από την Παναγία των Παρισίων ή τον Καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Όμως, αν μία μόνο φορά δεις τη Σαμαρκάνδη, θα αιχμαλωτιστείς από τη μαγεία της για πάντα».
Εντελώς ασυναίσθητα ήρθαν στο μυαλό μου οι στίχοι ενός ανώνυμου ποιητή, όταν η λευκή HONDA CB 500X έβαζε ρόδα στην μυθική Σαμαρκάνδη, έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην διαδρομή του μεταξένιου δρόμου.
Το γαλάζιο μαργαριτάρι της Κεντρικής Ασίας αποδείχθηκε ένα ζωντανό μουσείο πολιτισμού, “προικισμένο” με πλινθόκτιστα τζαμιά, περίτεχνα διακοσμημένες ιερατικές σχολές, καραβάν σεράι και τεράστιους τιρκουάζ τρούλους. Αριστουργηματικά μνημεία της μεσαιωνικής ισλαμικής αρχιτεκτονικής, που μόνο δέος και θαυμασμό προκαλούν.
Μετά από δυο μέρες περιπλάνησης στα μονοπάτια της τοπικής Ιστορίας και του μύθου, κατάλαβα πως ο ποιητής είχε τελικά δίκιο. Μοιραία γονατίζει η ψυχή του αποσβολωμένου επισκέπτη μπροστά σ’ αυτά τα κοσμήματα αρμονίας και κομψότητας. Μοιραία γονάτισε και η δική μου.
Πόλη στα χρώματα της ερήμου
Μετά την γαλάζια Σαμαρκάνδη, ήρθε η σειρά να “οικειοποιηθώ” τα θέλγητρα της ξακουστής Μπουχάρα, που κουβαλά στους ώμους της μια ένδοξη ιστορία 2.500 ετών και καμαρώνει για τα διάσημα χειροποίητα χαλιά της.
Με περίπου 140 διατηρημένα μεσαιωνικά κτίσματα στα όρια της παλαιάς πόλης, η Μπουχάρα (το «Δεύτερο Ανατολίτικο Θαύμα» όπως την υμνούσαν οι ποιητές της Ανατολής), έμοιαζε να ξεπροβάλλει μέσα από τον φανταστικό κόσμο ενός ανατολίτικου παραμυθιού. Τι να πρωτοθαυμάσω; Τον μιναρέ Kalan, το κάστρο Ark, τις ιερατικές σχολές Abdul Aziz Khan, Ulugh Bek και Kukeldash, το μαυσωλείο του Ismail Samani, το τζαμί Chor Minar.
Όλα αποτελούσαν αυθεντικά δείγματα μεσαιωνικής ισλαμικής αρχιτεκτονικής, τα οποία είχαν ως δομικό υλικό τη λάσπη και τον πλίνθο και χαρακτηρίζονταν από ζεστές, γήινες αποχρώσεις και απέριττη διακόσμηση.
Τα δυο απογεύματα που πέρασα στα τεϊοποτεία της δεξαμενής Labi Hauz ήταν από τις καλύτερες ίσως αναμνήσεις μου στη Μπουχάρα. Στο άκουσμα της καταγωγής μου, σχεδόν όλοι αναφέρονταν στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την χώρα, ενώ οι ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των δυο λαών κρατούσαν κατόπιν ζεστή την συζήτηση μέχρι αργά.
Εκείνο το πρωινό, ρίχνοντας κλεφτά μια τελευταία ματιά στους καθρέπτες της μοτοσυκλέτας στη Μπουχάρα που χανόταν πίσω μου, έφευγα προς το νότο της χώρας. Αν και ο άνεμος της στέπας φυσούσε δυνατά, προσπαθώντας να με γκρεμίσει από τη σέλα της μοτοσυκλέτας, λίγο με απασχολούσε. Ο λογισμός μου έτρεχε αλλού, στον επόμενο κεντροασιατικό προορισμό μου, που σίγουρα ήταν η μεγάλη έκπληξη του ταξιδιού…