Κείμενο-Φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Μια μέρα του Αυγούστου βρίσκομαι στη σέλα ενός Royal Enfield HNTR 350 στο παράδρομο της Εθνικής Οδού με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια απόδραση 5 ημερών από την «τρελή» ζωή στην πρωτεύουσα και σκοπεύω να φτάσω όσο πιο μακριά μπορώ. Για να πω την αλήθεια, με μια τέτοια μοτοσυκλέτα η επιλογή μιας βόλτας στον ορεινό όγκο της κεντρικής Ελλάδας θα ήταν κάτι πιο συνετό αλλά εγώ θέλω να γευτώ -έστω και για δύο ημέρες- το άρωμα της Ανατολής που τόσο με γοητεύει. Έτσι ξέρω ότι η οδήγηση με το HNTR έως τα σύνορα -δηλαδή 840 χιλιόμετρα- θα είναι μια πρόκληση καθώς η ινδική μοτοσυκλέτα δεν είναι το απόλυτο tourer. Το αντίθετο θα έλεγα, καθώς αυτή η μοτοσυκλέτα έχει φτιαχτεί να λειτουργεί στο ρελαντί, και ο λόγος είναι η αξιοπιστία. Με μέσω όρο τα 30.000 χλμ ανά χρόνο για κάθε αναβάτη στην Ινδία, φυσικό είναι η Royal Enfield να στοχεύει και να επενδύει σε μια απροβλημάτιστη λειτουργία για εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα. Μια αίσθηση που αντιλαμβάνεσαι άμεσα οδηγώντας το 350άρι της Enfield, όπως και ο χαλαρός ρυθμός που προκύπτει από αυτή τη λειτουργία. Και είναι αυτό που αγάπησα σε αυτή τη μοτοσυκλέτα από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στη σέλα της. Έχει τον τρόπο της να σε κάνει να θέλεις να πας αργά, κάνοντας αποτοξίνωση από τους τρελούς και απάνθρωπους ρυθμούς της πρωτεύουσας.
Οπότε λογικό είναι η γρήγορη οδήγηση στον αυτοκινητόδρομο -όχι ότι δεν μπορεί να ταξιδεύει με γύρω στα 100 χλμ/ώρα- είναι κάτι που δεν της ταιριάζει, οπότε συμβιβαζόμαστε να κινούμαστε στους παράδρομους σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Έτσι και αλλιώς δεν βιάζομαι, ενώ έχω κατεβάσει μια πολύ μεγάλη λίστα από αγαπημένους μου μουσικούς στο Spotify. Χωρίς πολλές στάσεις -παρά το μικρής χωρητικότητας ρεζερβουάρ των 13 λίτρων, ο χαλαρός ρυθμός έχει ρίξει την κατανάλωση κοντά στα 2λίτρα/100χλμ- θα φτάσω βραδάκι στην Ξάνθη, όπου θα κάνω την πρώτη διανυκτέρευση, καθώς θέλω να τη συνδυάσω και με μια πρωινή βόλτα στην παλιά πόλη.
Η ανατολή με βρίσκει να τριγυρνώ και να φωτογραφίζω ανάμεσα στα πανέμορφα αρχοντικά της παλιάς πόλης, κάτι που ανακάλυψα μόλις πέρσι αν και ήμουν αρκετές φορές περαστικός από τη Ξάνθη. Μετά από μία ώρα και μία μπουγάτσα με τυρί, βρίσκομαι πάλι στο δρόμο με προορισμό τους Κήπους, το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής επί ελληνικού εδάφους. Στα σύνορα φυσικά υπάρχουν αρκετά αυτοκίνητα που περιμένουν να περάσουν στη γειτονική χώρα αλλά εγώ προσπερνώ την ουρά. Δεν έχει να κάνει με τη νεοελληνική συμπεριφορά, αλλά είναι μια άτυπη συμφωνία μεταξύ μοτοσυκλετιστών και οδηγών αυτοκινήτου καθώς ενώ αυτοί υπομένουν στη ουρά μέσα στο δροσερό αέρα από το aircondition, οι αναβάτες πρέπει να κάθονται κάτω από το ήλιο και να σπρώχνουν τη μοτοσυκλέτα ανά 5 λεπτά, όσο η ουρά προχωρά. Οι διαδικασίες απλές και σύντομες, και γρήγορα αφήνω πίσω μου τα συνοριακά φυλάκια και κατευθύνομαι προς Kesan, την πρώτη μεγάλη πόλη, όπου θα κάνω μία στάση για να αλλάξω χρήματα αλλά και για φαγητό, όπου κάνω τις πρώτες διαπιστώσεις. Ο πληθωρισμός καλπάζει στη γειτονική χώρα, από 23 λίρες που είχε πέρσι το ένα λίτρο βενζίνης έχει πάει στις 36 (παραμένει πάντα στα 1,3 ευρώ) αλλά η μεγάλη ανάπτυξη συνεχίζεται. Πάντως, ο απλός ταξιδιώτης θα συναντήσει ευρωπαϊκά facilities, όμως με αρκετή δόση Ανατολής.
Τελικός προορισμός της σημερινής μέρας η πόλη Eceabat, το κεντρικό πορθμείο στην δυτική πλευρά των Δαρδανελίων. Από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην περιοχή βλέπω πολλές και μεγάλες αλλαγές όσο αφορά την ανοικοδόμηση και τους δρόμους. Ο δρόμος της μίας λωρίδας ανά κατεύθυνση φάρδυνε και τώρα είναι δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση ενώ ανάμεσά τους υπάρχει μια χαμηλή «τάφρος» όπως αυτή που συναντάμε στους αυτοκινητόδρομους στις Η.Π.Α. Παράλληλα πλέον υπάρχει και ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος, ενώ μια μεγάλη γέφυρα ενώνει τις δύο ακτές των Δαρδανελίων. Όπως είναι φυσικό, πλέον η Eceabat δεν έχει καθόλου κίνηση καθώς λιγοστά πλέον είναι τα δρομολόγια για τη Canakkale, την απέναντι πόλη/πορθμείο. Το άλλοτε πολύβουο λιμάνι «πληρώνει» και αυτό το τίμημα της ανάπτυξης και σε σύγκριση με το παρελθόν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς «πόλη φάντασμα». Γι’ αυτό και η νυχτερινή βόλτα περιέχει ελάχιστα εστιατόρια και λιγοστούς ταξιδιώτες.
Την επόμενη μέρα, μετά από μία βόλτα στο κάστρο του Kilitdahir, που μαζί με το «αδερφό» κάστρο στη Canakkale έλεγχαν το στενό πέρασμα προς τη Θάλασσα του Μαρμαρά, ακολουθώ αντίστροφα την χθεσινή διαδρομή έως το Kesan, για να συνεχίσω προς το βορά, με τελικό προορισμό τη Edirne (την τρίτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), ή αλλιώς ελληνιστί Αδριανούπολη. Μπορεί να μην υπάρχουν ψηλά βουνά στην ευρύτερη περιοχή αλλά ο συγκεκριμένος δρόμος είναι άκρως ενδιαφέρον καθώς δεν είναι μόνο ότι ακολουθεί το ανάγλυφο των μικρών λόφων αλλά είναι και κατασκευασμένος στην κορυφογραμμή τους και έτσι ο εκάστοτε οδηγός έχει σχεδόν πάντα μια πανοραμική θέα 360 μοιρών. Βρίσκω δωμάτιο σε ένα από τα πολλά ξενοδοχεία που υπάρχουν στη Edirne (30 ευρώ για ένα μεγάλο δίκλινο δωμάτιο σε ξενοδοχείο 4 αστέρων) και κατευθύνομαι προς το κλειστό παζάρι για να τελειώσω τη βόλτα μου λίγο πριν τα μεσάνυχτα εμπρός από το εντυπωσιακό Τέμενος Σελιμιγιέ.
Μόλις 18 απέχουν τα σύνορα της Βουλγαρίας από την Edirne και μετά από μία συνοπτική διαδικασία βρίσκομαι στη γειτονική χώρα. Για ακόμα μια φορά αποφασίζω να αποφύγω τον αυτοκινητόδρομο -αν και στη Βουλγαρία δεν υπάρχουν διόδια, μόνο αυτοκίνητα και φορτηγά πληρώνουν ένα τέλος χρήσης για όλους τους δρόμος, έτσι ακολουθώ το μικρό επαρχιακό δρόμο για Σβίλενγκραντ, Χάσκοβο μέχρι τη Φιλιππούπολη. Μια διαδρομή μέσα σε υψίπεδα γεμάτα με καλλιέργειες, μόνο που εδώ, σε αντίθεση με την Τουρκία, τα χωράφια είναι πολύ μικρότερα σε έκταση, ενώ παντού ξεπηδούν μικρά δάση. Και στη Βουλγαρία υπάρχει ένα αίσθημα νοσταλγίας όταν ταξιδεύεις, βλέποντας όλα τα μικρά χωριά αλλά και τις πόλεις μέχρι τη Φιλιππούπολη, να φέρνουν στο νου εικόνες από το παρελθόν λόγω της απλότητας και της σχετικής φτώχειας.
Στάση στην πόλη του Φιλίππου σε ένα μικρό εστιατόριο για «μεζένα σχάρα» και «σόπσκα» (δηλαδή μιξ γκριλ που λένε στο χωριό μου και βουλγάρικη έκδοση της χωριάτικης) με θέα τον Αλιόσσα, ένα τεράστιο άγαλμα ενός σοβιετικού στρατιώτη πάνω στην κορυφή ενός λόφου που δεσπόζει σε όλη την πόλη. Με γεμάτο το στομάχι -αντί 8 ευρώ- και γεμάτο το ρεζερβουάρ (στη Βουλγαρία η τιμή της βενζίνης είναι στα 1,8 €) είμαι έτοιμος για το καλύτερο κομμάτι του ταξιδιού. Το μεγαλύτερο και ομορφότερο κομμάτι της Ροδόπης βρίσκεται στη γειτονική χώρα και σας συνιστώ με την πρώτη ευκαιρία να το επισκεφτείτε. Επιλέγω την πιο «άγνωστη» διαδρομή για Ντοσπάτ, μέσω Μιχάλκοβο και για να έχει λιγότερη κίνηση αλλά και για να απολαύσω μια κάπως πιο σπορ οδήγηση. Η διαδρομή είναι βλέπετε γεμάτη στροφές σε όλη τη διάσχιση του βουνού μέχρι την Εξοχή, τα σύνορα με την Ελλάδα. Αναβάτης και μοτοσυκλέτα ανυπομονούν να λιώσουν και λίγο γόμα από τα πλαϊνά των Pirelli Diablo Rosso Sport– τη μοναδική αλλαγή στο HNTR πριν τα ταξίδι-και έτσι το τοπίο, αν και εντυπωσιακό, πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Φυσικά οι 20 ίπποι του μονοκύλινδρου Royal Enfield δεν βάζουν φωτιά στην άσφαλτο, αλλά το χαμηλό κέντρο βάρους, οι καλές αναρτήσεις, τα δυνατά φρένα και η ομοιογένεια του συνόλου σου επιτρέπουν να κινηθείς αρκετά γρήγορα φτάνει να καταφέρνεις να διατηρείς την ταχύτητα σου μέσα στη στροφή. Σε αυτό βοηθούν και τα Rosso Sport, μια επιλογή που έχει να κάνει καθαρά με το απόλυτο κράτημα, και φυσικά μια επιλογή που προτείνω σε όλους τους κατόχους του HNTR. H φιλικότητα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας είναι τέτοια που εάν το παρακάνεις δεν θα σηκωθεί στο δυνατό φρενάρισμα μέσα στη στροφή αλλά θα σε βοηθήσει να μειώσεις ταχύτητα και απλά να στρίψεις.
Πολλές όμορφες εικόνες περνούν από εμπρός μου αλλά κάνω ελάχιστες στάσεις καθώς με έχει απορροφήσει η οδήγηση, οπότε και ουσιαστικά δεν αντιλαμβάνομαι πότε φτάνω στα σύνορα. Η κίνηση σχεδόν ανύπαρκτη και πιάνω κουβέντα με το συνοριοφύλακα, που μου προτείνει να αποφύγω την ορεινή διαδρομή και να φτάσω στη Θεσσαλονίκη μέσω Δράμας και αυτοκινητόδρομου αλλά προφανώς δεν ξέρει την αξία του HNTR και τα βίτσια του αναβάτη, οπότε μετά από λίγο βρίσκομαι στο ορεινό δρόμο για Κάτω Βροντού, που δεν θα ισιώσω πουθενά καθώς είναι γεμάτος στροφές (μία ακόμα διαδρομή που σας προτείνω εάν βρεθείτε σε αυτά τα μέρη).
Η Θεσσαλονίκη είναι η τελευταία στάση του ταξιδιού, σε ένα πρώην γραφείο που είχε μετατραπεί σε αξιόλογη γκαρσονιέρα, σημεία των καιρών μας και του airBnB. H κούραση τόσων χιλιομέτρων με οδηγεί στο πλησιέστερο σουβλατζίδικο στον Βαρδάρη και αμέσως μετά στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Έτσι και αλλιώς κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι το ταξίδι έως την Αθήνα να αποδεικνυόταν πολύ πιο χρονοβόρο από όσο υπολόγιζα. Πρωινό ξύπνημα λοιπόν, με τον ήλιο να μην έχει ζεστάνει αρκετά, και ξεκινώ το δαίδαλο προς την πρωτεύουσα, και λέω δαίδαλο γιατί αυτή τη φορά είχα αποφασίσει να γυρίσω από μικρούς παράπλευρους δρόμους. Έτσι κάποια στιγμή η «κυρία» του googlemaps με οδήγησε σε έναν παράπλευρο δρόμο, κοντά στα διόδια των Μαλγάρων, όπου υπάρχει ένα ρωμαϊκό γεφύρι, που το έβλεπα για πάνω από 40 χρόνια και ενώ έλεγα ότι πρέπει να κάνω μια παράκαμψη για να το επισκεφτώ ποτέ δεν τα κατάφερα. Το έκανα όμως τώρα και αυτή είναι η πραγματική «αξία» που σας ανέφερα για το HNTR 350, να σε βάζει σε έναν πολύ χαλαρό ρυθμό και να απολαμβάνεις το ταξίδι και τα ενδιαφέροντα σημεία του. Οπότε μην παραξενευτείτε που τώρα θα σας πω πως έκανα νέο ρεκόρ για την απόσταση των 500 χιλιομέτρων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Μόλις 16 ώρες! Μόνο εάν βρεθείτε στη σέλα ενός HNTR και ταξιδέψετε με 60 θα καταλάβετε την αξία του χρόνου και ότι τελικά οι 16 ώρες δεν είναι τόσο πολλές (και φυσικά διόλου κουραστικές).