Πριν από 26 χρόνια (1994), έχοντας μόνο 2-3 χάρτες, ανύπαρκτη πληροφόρηση (δεν υπήρχε τότε Internet) και χωρίς εξεζητημένο μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό, ξεκινήσαμε ολομόναχοι ένα ταξίδι ανατολικά –κυριολεκτικά στο άγνωστο– με μια βυσσινί Kawasaki KLE 500.
Με πυξίδα το πάθος για τα δίτροχα ταξίδια και ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στα σύνορα της Κίνας. Αποκορύφωμα εκείνου του συναρπαστικού ταξιδιού ήταν η οδήγηση στα Δυτικά Ιμαλάια, πάνω στην διαδρομή του ορεινού άξονα Karakoram Highway.
Το όγδοο θαύμα
Μην ρωτάτε πώς φτάσαμε –εγώ κι η Όλγα– με μια Kawasaki KLE 500 στους πρόποδες της επιβλητικής οροσειράς Karakoram, που ορθώνει το ορεινό της ανάστημα στα βορειοανατολικά του Πακιστάν. Αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία! Χρειάστηκαν 35 ημέρες επίπονης οδήγησης και περίπου 7.500 χλμ. μέσα από τον εθνικό χώρο τριών κρατών (Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν) προκειμένου να προσεγγίσουμε την πόλη Ισλαμαμπάντ (Islamabad), την διοικητική πρωτεύουσα του Πακιστάν.
Κτισμένη σ’ ένα γεωγραφικό σημείο όπου οι εύφορες πεδιάδες του Ινδού ποταμού σμίγουν με τις νότιες παρυφές της οροσειράς Karakoram, η πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ θα αποτελούσε κατόπιν την αφετηρία της δίτροχης ανάβασής μας στα Δυτικά Ιμαλάια, μέσω του ορεινού οδικού άξονα Karakoram Highway (K.K.H.). Η οδήγηση πάνω στη διαδρομή του K.K.H (μήκους 880 χλμ.) θα ήταν το αποκορύφωμα του συναρπαστικού ταξιδιού μας από την Ελλάδα στην Κίνα.
Ο οδικός άξονας Karakoram Highway που ξεκινά από την πακιστανική πρωτεύουσα και ξετυλίγεται στριφογυριστά πάνω στο γυμνό κορμί της οροσειράς Karakoram, καταλήγει στο ορεινό συνοριακό πέρασμα Khunjerad Pass, σε ύψος 4.730 μ. Εκεί λοιπόν που το Πακιστάν «ακουμπά» την Κίνα, εμείς ποθούσαμε να αγγίξουμε το όνειρο της κορυφής, αφού το σημείο αυτό εθεωρείτο (το 1994) ως το ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο σημείο του κόσμου!
Η χάραξη και ο σχεδιασμός του K.Κ.Η έγινε με γνώμονα τον τοπικό «Δρόμο του Μεταξιού», το γνωστό πανάρχαιο εμπορικό οδικό δίκτυο που χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι έμποροι όταν διέσχιζαν τα ψηλότερα βουνά του κόσμου, στην πορεία τους από την Κίνα προς το Πακιστάν.
Η κατασκευή του K.Κ.Η, που ξεκίνησε το 1960 στα πλαίσια μιας ουσιαστικότερης σινο–πακιστανικής προσπάθειας εμπορικής προσέγγισης και επικοινωνίας, μετουσιώθηκε σ’ έναν τολμηρό κατασκευαστικό άθλο διάρκειας 20 χρόνων. Περίπου 15.000 Πακιστανοί και 20.000 Κινέζοι απασχολήθηκαν για την ολοκλήρωση του έργου, που για πολλούς θεωρήθηκε ως το όγδοο θαύμα του κόσμου.
Στρατιώτες, μισθωτοί εργάτες αλλά και κατάδικοι, με σχετικά φτωχά και πρωτόγονα μέσα (φτυάρια και αξίνες) εργάστηκαν σκληρά για την αποπεράτωση του συγκεκριμένου οδικού άξονα, κάτω από αντίξοες καιρικές και εδαφολογικές συνθήκες, που κόστισαν τη ζωή τουλάχιστον 500 ατόμων. Σε καμία πάντως περίπτωση ο K.Κ.Η δεν ανταποκρίνεται τεχνοκρατικά στον προσδιοριστικό του όρου (Highway), δεδομένου ότι αποτελείται από μια στενή φιδίσια ασφάλτινη λωρίδα, της οποίας η κατάσταση σε αρκετά σημεία ήταν δραματική.
Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις μας, για να διατρέξουμε τα 880 χλμ. του K.Κ.Η και να φτάσουμε στη σινο–πακιστανική μεθοριακή γραμμή, χρειαζόμασταν τουλάχιστον τρεις μέρες συνεχούς οδήγησης. Ίσως να ακουγόταν υπερβολικό, αλλά από την εμπειρία μας σε παρόμοιες ορεινές διαδρομές ανά τον κόσμο, γνωρίζαμε ότι 250-300 χλμ. συνιστούν μια αρκετά «σφιχτή» και οπωσδήποτε κουραστική ημερήσια πορεία που απαιτεί συνήθως 8–10 ώρες παραμονής στο τιμόνι της μοτοσυκλέτας.
Πέρα όμως από την κατάσταση του οδικού άξονα, άλλους καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του χρονοδιαγράμματος της ανάβασής μας στα Δυτικά Ιμαλάια θα αποτελούσαν οι καιρικές συνθήκες που έμελλε να συναντήσουμε, καθώς επίσης και καθημερινά φαινόμενα των περιοχών που είχαν τη δύναμη να ανακόψουν, έστω και προσωρινά, την πορεία μας προς την κορυφή, όπως κατολισθήσεις και πλημμύρες.
Το τζαμί Faisal Mosque στο Ισλαμαμπάντ
Τα πρώτα χιλιόμετρα
Υποταγμένοι στον πόθο για την κορυφή, ξεκινούσαμε εκείνα τα ξημέρωμα το δίτροχο οδοιπορικό μας στην οροσειρά Karakoram, με τη ψυχολογία μας να μην διαφέρει από την αντίστοιχη δύο ορειβατών, που τους τραβούσε η περιπέτεια της ανάβασης και η αγωνία να φτάσουνε όλο και πιο ψηλά.
Η ανάβαση άρχισε λοιπόν, αλλά με βροχή. Ό,τι το χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί. Βουτηγμένοι μέσα στη λάσπη και στο νερό, διατρέχαμε πυκνοκατοικημένες περιοχές με αρκετή κίνηση, ενώ η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα αύξανε δραματικά το ποσοστό επικινδυνότητας στην άσφαλτο, κυρίως εξαιτίας της αχαρακτήριστης συμπεριφοράς των ντόπιων οδηγών. Με υπομονή, αρκετή προσοχή και νεύρα τεντωμένα βιαζόμασταν να ξεφύγουμε από το ασφυκτικό αγκάλιασμα της τοπικής καθημερινότητας.
Abbotabad, Mansehra, Batgram. Οι πρώτες κωμοπόλεις που μας υποδέχτηκαν πάνω στην πορεία του K.K.H. και οι οποίες απείχαν αντίστοιχα 115, 140 και 210 χλμ. βόρεια του Ισλαμαμπάντ. Κοινό σημείο αναφοράς των πρώτων χιλιομέτρων της διαδρομής αποτελούσε μια οργιώδη, καταπράσινη βλάστηση, πλαισιωμένη κυρίως από ορυζώνες και εν γένει καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ήταν ένα «φυσικό» μοτίβο τελείως διαφορετικό απ’ εκείνο που έμελλε να συναντήσουμε στην συνέχεια της πορείας μας, ενώ όσο πιο ψηλά σκαρφαλώναμε, τόσο μεγάλωνε και η μοναξιά μας.
Αργά το ίδιο μεσημέρι, καθώς η βροχή αποτελούσε μια υγρή ανάμνηση, ο καυτός ήλιος που ξεπρόβαλε μάς βρήκε σ’ ένα υπαίθριο μαγαζάκι να πίνουμε ένα δροσιστικό χυμό. Περικυκλωμένοι, ωστόσο, από έναν ασφυκτικό κλοιό ντόπιων, οι οποίοι, με βλέμμα σιωπηλό και άκρως ερευνητικό, παρατηρούσαν προσεκτικά τους δύο μηχανοκίνητους επισκέπτες, που είχαν επιστρατεύσει τα αντηλιακά τους για την προστασία της ευαίσθητης επιδερμίδας τους! Ζέστη –αλλά και υγρασία– σε υψηλά νούμερα, με το θερμόμετρο να δείχνει επίμονα τους 42ο C και τα γεμάτα δυσφορία και εξάντληση κορμιά μας να αυλακώνονται από ποτάμια με ιδρώτα. Ποιος είπε ότι στα Ιμαλάια κάνει κρύο τον Αύγουστο;
Ο Πατέρας των Ποταμών
O Ινδός ποταμός μάς συνάντησε στα πρώτα σπίτια της κωμόπολης Takot, 235 χλμ. βόρεια του Ισλαμαμπάντ. Το θέαμα του υδάτινου θεού μάς καθήλωσε για αρκετή ώρα δίπλα στις όχθες του, ενώ ο «Πατέρας των Ποταμών» –όπως τον αποκαλούν με περίσσιο σεβασμό οι ντόπιοι– έμελλε να πρωταγωνιστήσει στα επόμενα χιλιόμετρα της διαδρομής (τουλάχιστον ως την πόλη Gilgit), διαμορφώνοντας καθοριστικά τη φυσιογνωμία του Κ.Κ.Η.
Ο Ινδός ποταμός δέσποζε ορμητικός και άγριος στο βάθος της παρακείμενης χαράδρας, ενώ η αφάλτινη λωρίδα που ακροβατούσε ριψοκίνδυνα στις απόκρημνες πλαγιές της, εκατοντάδες μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού, έμοιαζε σε αρκετές περιπτώσεις να μας οδηγεί στον ουρανό. Ήταν μια δυνατή εμπειρία που μας κρατούσε συνεχώς σοκαρισμένους λόγω της άγριας ομορφιάς και της συγκλονιστικής μεγαλοπρέπειας που μας χάριζε απλόχερα η τοπική φύση. Η παρουσία του Ινδού κατά μήκος της διαδρομής ήταν… «όλα τα λεφτά».
Απορροφημένοι από την ομορφιά της διαδρομής, ήταν μοιραίο να αδιαφορήσουμε για χρόνο και αποστάσεις, με αποτέλεσμα η δύση του ηλίου να μας προλάβει μακριά από κατοικήσιμες περιοχές. Το πυκνό σκοτάδι και την τρομακτική μοναξιά του δρόμου αγωνιζόταν να φωτίσει η δέσμη του προβολέα, ενώ στη σέλα της βυσσινί Kawasaki βρίσκονταν δύο αρκετά αγχωμένοι και φοβισμένοι αναβάτες.
Ο λόγος της αναστάτωσής μας ήταν πως διασχίζαμε νυχτιάτικα την περιοχή του Kohistan, που μέχρι πρότινος ήταν ανυπότακτη, σχεδόν άναρχη και στην οποία ίσχυε ο νόμος των όπλων. Ληστείες, φόνοι και απαγωγές μεμονωμένων ταξιδιωτών είχαν κατά καιρούς σημειωθεί στα όρια της συγκεκριμένης περιοχής, σύμφωνα με τα λεγόμενα των αστυνομικών που συναντούσαμε καθοδόν στα πάμπολλα μπλόκα ελέγχου (check-points).
Ενδεικτικό της ψυχολογίας των σκληροτράχηλων κατοίκων του Kohistan ήταν το γεγονός πως σε κάποια χωριά της διαδρομής, τα παιδιά στις άκρες του δρόμου μάς πετούσαν πέτρες (σαφή ένδειξη της αντιπάθειάς τους ενάντια σε ξένους και οτιδήποτε άγνωστο), ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που κρατούσαν όπλα, προφανώς για να σκοτώνουν… σπουργίτια!
Η προσπάθειά μας να βρούμε κατάλυμα στα διάφορα χωριά της διαδρομής δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν ξενοδοχεία ή έστω κάποιες υποτυπώδεις πανσιόν. Υποχρεωθήκαμε έτσι να ταξιδέψουμε για περίπου 50 χλμ. μέσα στη νύχτα, ως την κωμόπολη Dasu, εκεί όπου ένα καθαρό ξενοδοχείο δίπλα ακριβώς στην κοίτη του Ινδού ποταμού ανέλαβε την πρώτη διανυκτέρευσή μας στον K.K.H.
Παρόλη όμως την κούραση του δρόμου, τα βλέφαρά μας εκείνο το βράδυ αρνούνταν επίμονα να κλείσουν, καθώς νιώθαμε επιτακτική την ανάγκη να αποθηκεύσουμε στο «σκληρό δίσκο» του μυαλού μας το πλήθος των συναρπαστικών παραστάσεων που είχαμε συλλέξει την πρώτη μέρα στα Δυτικά Ιμαλάια.
Καθισμένοι μέχρι αργά στο μικρό μπαλκόνι του ξενοδοχείου βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε την απέραντη γαλήνη της ορεινής φύσης, την οποία διέκοπτε μόνο το βουητό του ποταμού, ενώ το νοερό απολογισμό των πεπραγμένων της μέρας που μόλις είχε φύγει διαδέχτηκε η λαχτάρα και η αγωνία γι’ αυτά που θα αντικρίζαμε την επομένη. Ξέραμε ότι τα καλύτερα –αλλά και τα πιο δύσκολα– δεν είχαν έρθει ακόμα!
Απομονωμένοι κάτοικοι
Ήταν περίπου 05.30 π.μ., άγρια χαράματα, όταν ξεκινούσαμε την πορεία μας από την κωμόπολη Dasu με προορισμό τη πόλη Gilgit, 260 χλμ. βορειότερα. Το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από αισθητό, αλλά όχι ανυπόφορο, ενώ ο ήλιος δεν είχε ξεκινήσει ακόμα την ημερήσια πορεία του. Μαζί μας ξεκινούσαν επίσης κάμποσα λεωφορεία και φορτηγά, τα οποία θα συνέχιζαν την ανάβασή τους στις πιο βόρειες περιοχές της οροσειράς μεταφέροντας αγαθά, αλλά και ανθρώπους.
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε πως το έμψυχο υλικό των χωριών του Karakoram αποτιμάται σε περίπου 800.000 ψυχές, που βρίσκονται διασκορπισμένες σ’ όλη την έκταση της οροσειράς. Η κύρια βιοποριστική ενασχόλησή τους είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ σε πολλά απομονωμένα χωριά της ευρύτερης περιοχής, που βρίσκονται αρκετά μακριά από την «τροχιά» του Κ.Κ.Η, η καθημερινότητα κινείται σε ρυθμούς αλλοτινών εποχών, με την οικονομία τους να στηρίζεται ακόμη στο μοντέλο της ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών.
Η κοινωνική οργάνωση των ορεσίβιων του Karakoram, που παραμένει στο σύνολό της ανεξάρτητη και «αναρχική» απέναντι στην κεντρική εξουσία του Ισλαμαμπάντ (υποβοηθούμενη φυσικά σε μεγάλο βαθμό από την γεωγραφική απομόνωση του χώρου), βοήθησε καθοριστικά στο να διατηρηθούν σχεδόν αναλλοίωτες μέσα στο πέρασμα του χρόνου πατροπαράδοτες δομές και παραδόσεις.
Παράλληλα, οι περιορισμοί αλλά και οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τη φύση στην περιοχή του Karakoram, εκτός απ’ ό,τι τους έχουν διδάξει την επιβίωση μέσω της εξοικείωσης με τα στοιχεία της φύσης, έχουν επιδράσει καταλυτικά στην ιδιοσυγκρασία και στην ψυχοσύνθεσή τους.
Στις μέρες που ακολούθησαν, κατά την παρουσία μας στα Δυτικά Ιμαλάια γνωρίσαμε ανθρώπους σκληρούς αλλά περήφανους, άναρχους αλλά ταυτόχρονα φιλόξενους και αφοπλιστικά έντιμους. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών του Πακιστάν ήρθαν σε άμεση επαφή με το σύγχρονο πολιτισμό μόλις πριν από 20–25 χρόνια περίπου, χάρη στο πέρασμα του Κ.Κ.Η από την περιοχή τους. Ήταν ένα γεγονός που έμελλε να αλλάξει δραματικά τη ζωή των ντόπιων καθώς έθεσε οριστικά τέρμα στη μακραίωνη γεωγραφική και κοινωνική τους απομόνωση.
Όμως, στον αντίποδα της όποιας ευεργετικής επαφής με το μοντέρνο, ήρθε η σταδιακή αφαίμαξη της περιοχής από τους νέους, που γοητευμένοι από τα θέλγητρα και τις ανέσεις των σύγχρονων πόλεων εγκατέλειπαν τη κρύα μοναξιά και την δύσκολη ζωή του Karakoram, για να «μεταλλαχθούν» σε αστοί.