Του Κωνσταντίνου Μητσάκη
Μετά την Σιβηρία, ακολουθεί η απόβαση στην «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου». Στην ξέφρενη πορεία μου προς το χαώδη Τόκυο, ούτε ο τυφώνας Yamore δεν κατάφερε τελικά να με σταματήσει! Έτσι, στη σκιά των ουρανοξυστών της πολυπληθέστερης πόλης του κόσμου, γράφτηκε ο επίλογος του μεγάλου διηπειρωτικού ταξιδιού Αθήνα-Τόκυο.
11.000χλμ μετά
Μετά την Μογγολία, επιστροφή ξανά στην Ουλάν-Ουντέ της Σιβηρίας και πορεία ανατολικά για Ιαπωνία. Το οδικό πρόγραμμα από την Ουλάν-Ουντέ μέχρι την πόλη Chita (Τσιτά), 665 km ανατολικά, κύλησε ήρεμα, δίχως απρόοπτα. Το είχα τόσο ανάγκη άλλωστε. Με την άφιξή μου στην αδιάφορη Τσιτά, το κοντέρ είχε καταγράψει κάτι λιγότερο από 11.000 km, ενώ το «ημερολόγιο καταστρώματος» είχε φτάσει στην 34η σελίδα του. Στην Τσιτά έμεινα μόλις μια μέρα, χρόνος αρκετός για να ξεκουραστώ και να προετοιμαστώ για τα δύσκολα που με περίμεναν μπροστά !
Σύμφωνα όμως με τις πληροφορίες μου, τα επόμενα 1.200 km που ένωναν την Τσιτά με την πόλη Blagovescensk (Μπλαγκοβεσένσκ) ήταν μια κακοτράχαλη χωμάτινη διαδρομή, με ελάχιστους οικισμούς καθ’ οδόν, σοβαρό πρόβλημα ανεφοδιασμού καυσίμων και έλλειψη βασικών υποδομών ύπνου και φαγητού. Αυτά ήταν τα κυριότερα προβλήματα της διαδρομής, όπως μου την περιέγραψαν οι ντόπιοι, ενώ στο μυαλό μου αναπόφευκτα ζωντάνεψαν τα εφιαλτικά χιλιόμετρα που είχα βιώσει στη διαδρομή Όμσκ-Νοβοσιμπίρσκ. Όχι άλλη λάσπη, έλεος!
Οπλισμένος με όσο κουράγιο και δύναμη διέθετα, και με σύμμαχο τον καλό καιρό (σε περίπτωση βροχής οι χωματόδρομοι θα γίνονταν αδιάβατοι) ξεκίνησα τα ξημερώματα της επομένης για την τελευταία και πιο δύσκολη, όπως τελικά αποδείχθηκε, δοκιμασία του Υπερσιβηρικού. Η ψυχολογία μου; Λες και πήγαινα στο εκτελεστικό απόσπασμα! Ωστόσο, τα κατάφερα! Για τις επόμενες τρεις μέρες η Σιβηρία έθετε σε μια συνεχή, υπέρτατη δοκιμασία τις ψυχικές και σωματικές μου αντοχές. Οδηγούσα κατά μέσο όρο 12-13 ώρες την ημέρα για να βγάλω 300-400 km διαδρομής. Ανεφοδιαζόμουν με αναμφίβολης ποιότητας καύσιμα από σκουριασμένα βαρέλια. Κοιμήθηκα σε σπίτια καλοσυνάτων χωρικών που πρόθυμα προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν. Συνομιλούσα φωνακτά με τον εαυτό μου, για να μην τρελαθώ από την αβάστακτη σιωπή του τοπίου. Ήταν μια βιωματική εμπειρία τρομερής μοναξιάς και αγωνίας, ανάκατη όμως με επιμονή και σιδερένια θέληση. «Κακές αρκούδες, εμένα δεν θα με φάτε!»
Νηστικές αρκούδες
Δυο γεγονότα σημάδεψαν τα χιλιόμετρα της συγκεκριμένης διαδρομής και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στην ταξιδιωτική μου μνήμη. Το ένα ήταν το δύσκολο πέρασμα μέσα από την κοίτη ενός ποταμού κοντά στο χωριό Mogoca, αφού η γέφυρα είχε παρασυρθεί από τα νερά της άνοιξης. Για περίπου μισή ώρα καθόμουν στην όχθη, κοιτούσα τον ποταμό και προσπαθούσα να εμψυχώσω τον εαυτό μου. «Μια απόφαση είναι, πάρτην και ξεκίνα». Και τελικά ξεκίνησα! Ισορροπίες τρόμου μέσα στην αφρισμένη κοίτη του ποταμού. «Θεέ μου, να μην πέσω!» Όταν έφτασα στην αντίπερα όχθη και κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, με είδα αρκετά πιο χλωμό και φανερά ταραγμένο! Ούτε που τόλμησα να κοιτάξω πίσω μου το ποτάμι…
Το άλλο γεγονός αφορούσε τη μοτοσυκλέτα, και συγκεκριμένα την ζημιά που προκλήθηκε από τις καταπονήσεις του χωματόδρομου. Μετά την απώλεια της μιας τσιμούχας στη μπροστινή ανάρτηση, σειρά είχε η άλλη να «παραδώσει πνεύμα». Ήταν κάτι που το περίμενα, αλλά μέσα μου ήλπιζα να μην συμβεί. Κοντά στην κωμόπολη Simanovsk, τα λάδια της ανάρτησης άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους, γεγονός που με θορύβησε αρκετά. Αλλά και με πεισμάτωσε! Το ταξίδι ως το Τόκυο ήταν ένας μονόδρομος που θα τον «περπατούσα» ως το τέλος. Ακόμα και δίχως μπροστινές αναρτήσεις!
Εικόνες και στιγμιότυπα από την πόλη Μπλαγκοβεσένσκ δεν υπάρχουν αποτυπωμένες στη μνήμη μου, αλλά ούτε και στην κάρτα της φωτογραφικής μου μηχανή. Ο λόγος είναι απλός. Μετά την απογευματινή μου άφιξη στην πόλη, και αφού κατέλυσα σ’ ένα ξενοδοχείο, άφησα πρώτα το νερό να ξεπλύνει από πάνω μου όλη την κούραση και την σκόνη των προηγούμενων χωμάτινων ημερών. Κατόπιν γευμάτισα και αμέσως μετά κοιμήθηκα ως το επόμενο πρωινό, δίχως να αλλάξω πλευρό! Τόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη για ύπνο και ξεκούραση για τον δίτροχο «πολεμιστή» της σιβηρικής γης, που μόλις είχε κερδίσει την τελευταία και σκληρότερη μάχη με αντίπαλο την χώρα των αιώνιων πάγων! Oι κακές αρκούδες έμειναν τελικά …νηστικές!
Θάλαττα, θάλαττα
Αρκετά αναζωογονημένος και ευδιάθετος, βρέθηκα την επομένη να οδηγώ
με κατεύθυνση την πόλη Χαμπάροφσκ (Habarovsk), το προτελευταίο αστικό κέντρο του υπερσιβηρικού άξονα. Η πόλη Χαμπάροφσκ (670 km νότια της Μπλαγκοβεσένσκ), που οφείλει το όνομά της στον Κοζάκο εξερευνητή Γιεροφέι Χαμπάροφ, ιδρύθηκε το 1858, στις όχθες του ποταμού Αμούρ. Ήταν ένα καταπράσινο αστικό κέντρο με πάμπολλα επιβλητικά κτίσματα του 19ου αιώνα, μια ιδανική πόλη για περπάτημα και χαλάρωση.
Η επόμενη μέρα; Ήταν μια συνηθισμένη ηλιόλουστη Τετάρτη. Όχι όμως για όλους! Για μένα ήταν γιορτή! Έχοντας ολοκληρώσει μετά από 39 ημέρες πορείας έναν απίστευτο ταξιδιωτικό άθλο, έβαζα επιτέλους ρόδα στο Βλαδιβοστόκ. Για 39 ημέρες είχα ζήσει στιγμές μοναδικές, έντονες και συναρπαστικές, που σίγουρα θα μείνουν βαθιά χαραγμένες μέσα στη μνήμη μου για πάντα. Τώρα, μεθυσμένος από το νέκταρ της επιτυχίας, πανηγύριζα και τραγουδούσα μέσα από το κράνος μου, ενώ οι λέξεις «θάλαττα, θάλαττα» ξέφυγαν αυθόρμητα από τα χείλη μου καθώς, τρελός από χαρά, αντίκριζα τα νερά του Ειρηνικού Ωκεανού. Μόλις είχα κερδίσει άλλο ένα στοίχημα, όχι με τον εαυτό μου αλλά με την ίδια τη ζωή.
Στο Βλαδιβοστόκ γράφτηκε ο επίλογος ενός μεγάλου διηπειρωτικού ταξιδιού και σφραγίστηκε η γνωριμία μου με το σκηνικό μεγαλείο της Σιβηρίας. Το ταξίδι όμως δεν είχε ακόμα τελειώσει! Η «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου» ήταν εκείνη που θα υπέγραφε το τέλος αυτής της ταξιδιωτικής περιπέτειας. Το Τόκυο με καρτερούσε! Έτσι, ακτοπλοϊκά εισιτήρια για την Ιαπωνία και γνωριμία με την πόλη-λιμάνι του Βλαδιβοστόκ ήταν οι άμεσες προτεραιότητες του ταξιδιού, το οποίο θα συνεχιζόταν στις απέναντι ακτές της Ιαπωνίας.
Κτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε λόφους, κατά μήκος των ακτών ενός στενόμακρου κόλπου, το Βλαδιβοστόκ ήταν μια σύγχρονη, δυναμική πόλη που την χαρακτήριζε η ζωντάνια και ο πλουραλισμός ιδεών και παραστάσεων. Έντονη νυχτερινή ζωή, κοσμοπολίτικες γωνιές και αρκετές μοτοσυκλέτες στους δρόμους της πόλης! Και να σκεφτεί κανείς ότι το Βλαδιβοστόκ, από το 1956 ως το 1991, ήταν «κλειστό» στους ξένους πολίτες. Αιτία της πολύχρονης απομόνωσης της πόλης από τον έξω κόσμο ήταν η λειτουργία βιομηχανιών κατασκευής στρατιωτικού υλικού και η παρουσία του πυρηνικού οπλοστασίου για τις ανάγκες του σοβιετικού στόλου του Ειρηνικού. Ακόμα και οι Ρώσοι πολίτες αντιμετώπιζαν αρκετά προβλήματα για να προσεγγίσουν την πόλη-λιμάνι της Ανατολικής Σιβηρίας, που ήταν μια αυστηρά απρόσιτη περιοχή.
Απόβαση στην Ιαπωνία
Καθώς το ρωσικό σαπιοκάραβο –γιατί περί σκυλοπνίχτη επρόκειτο– έριχνε άγκυρα στο λιμάνι Toyama-Fushiki της Δυτικής Ιαπωνίας μετά από περίπου 36 ώρες ταξιδιού, ένα νέο κεφάλαιο ξεκινούσε στο δικό μου «ημερολόγιο καταστρώματος», με τον σελιδοδείκτη να αριθμεί την 45η ημέρα του ταξιδιού. Μόλις 810 km διαδρομής στους άψογους δρόμους της χώρας και γνωριμία με δυο μεγάλα αστικά κέντρα (Κιότο, Τόκυο) θα αποτελούσαν τα ταξιδιωτικά λάφυρα από την απόβασή μου στην μακρινή Ιαπωνία!
Η απόβαση στην «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου» είχε όμως και το τίμημά της, οικονομικό φυσικά! Το γραφειοκρατικό καλωσόρισμα της μοτοσυκλέτας κόστισε στην ήδη επιβαρυμένη τσέπη μου περί τα 370$, ποσό που πλήρωσα για τον εκτελωνισμό και την ασφαλιστική κάλυψη της μοτοσυκλέτας. Με είχαν προειδοποιήσει άλλωστε, πως η Ιαπωνία είναι μια πολύ ακριβή –για τα ελληνικά δεδομένα– χώρα, πράγμα που το διαπίστωνα από την πρώτη κιόλας στιγμή! Ωστόσο, το ίδιο περίπου ποσό είχα πληρώσει και στα ρωσικά τελωνεία του Βλαδιβοστόκ, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αντίστοιχες διαδικασίες εκτελωνισμού. Έτσι, μαζί με τα εισιτήρια (510$), η ατμοπλοϊκή μεταφορά μου από τη Σιβηρία στην Ιαπωνία έφτασε να αγγίξει το εξωφρενικό ποσό των 1.200$ (1.000 Euro περίπου). Ούτε αεροπορικώς να πήγαινα!
Με προορισμό Τα νοτιοανατολικά της χώρας, αποχαιρέτησα αργά το μεσημέρι τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Toyama-Fushiki και ξεκίνησα γεμάτος ανυπομονησία και περιέργεια το οδοιπορικό μου επί ιαπωνικού εδάφους. Πρώτος προορισμός η πόλη Κιότο, 315 km μακριά. Προβλήματα προσαρμογής στους ιαπωνικούς δρόμους; Αρκετά. Πέρα από το γεγονός ότι η κυκλοφορία των αυτοκινήτων γινόταν στο αριστερό ρεύμα (κατά τα βρετανικά πρότυπα), πράγμα που το συνήθισα όμως μετά από λίγες ώρες, οι πινακίδες σήμανσης μέσα στις μικρές πόλεις ήταν αυστηρά και μόνο στα γιαπωνέζικα!
Στην Ιαπωνία… “σκίζουν”!
Για την αντιμετώπιση του δεύτερου προβλήματος, δυο λύσεις υπήρχαν: ή μαθαίνεις γιαπωνέζικα, ή δείχνεις υπομονή και ψάχνεις για κάποιον που ξέρει αγγλικά! Προσωπικά, υιοθέτησα την …δεύτερη λύση! Και όσον αφορά το κόστος χρήσης των ιαπωνικών αυτοκινητοδρόμων, για 810 km διαδρομής κλήθηκα να πληρώσω (με σπαραγμό καρδιάς) …120 Euro διόδια! Αυτό ήταν και το αποκορύφωμα της οικονομικής μου καταστροφής. Με είχαν προειδοποιήσει άλλωστε, πως στην Ιαπωνία …«σκίζουν»!
Το Κιότο υπήρξε για περισσότερο από χίλια χρόνια (784-1868) η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, μέχρι που ο αυτοκράτορας Μέιτζι μετέφερε την πρωτεύουσα της χώρας στο Τόκυο. Η ένδοξη πόλη των αυτοκρατόρων, που γλίτωσε από την καταστροφή του πολέμου χάρη στο σεβασμό που έδειξαν τα συμμαχικά στρατεύματα και δεν βομβάρδισαν την πολιτιστική κοιτίδα της Ιαπωνίας, είναι σήμερα μια πόλη-μουσείο, καθώς συγκεντρώνει έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό μνημείων. Περίτεχνοι βουδιστικοί ναοί, εντυπωσιακά παλάτια, βίλες με όμορφους κήπους και γεροδεμένα κάστρα στολίζουν την παραδοσιακή πρωτεύουσα της χώρας, η οποία αποτελεί τον βασικότερο θεματοφύλακα της ιαπωνικής ιστορικής και πολιτιστικής παράδοσης.
Ήταν μεγάλος πονοκέφαλος, με τόσο τεράστιο μνημειακό πλούτο που διέθετε η πόλη, τι να πρωτοεπισκεφτώ μέσα σε δυο μέρες! Με δυσκολία έφτανε ο περιορισμένος χρόνος μου για να γνωρίσω, έστω και τα στοιχειώδη μνημεία της παλιάς πρωτεύουσας. Έτσι, ο χρυσοσκέπαστος ναός Κινκακού-τζι, τα αυτοκρατορικά παλάτια, ο βουδιστικός ναός Κιόμιζον-ντερά, το κάστρο Νιτζό-τζο και το ιερό Χέιαν-τζινγκού με τους ειδυλλιακούς κήπους αποτέλεσαν τις τελικές επιλογές μου μέσα από τον μακροσκελή κατάλογο των αξιοθέατων της πόλης. Δίχως αμφιβολία, η επίσκεψη στο Κιότο ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία που σφράγισε την παραμονή μου στην Ιαπωνία.
Στη δίνη του τυφώνα
Στο Τόκυο δεν κατάφερα να φτάσω στην ώρα μου. Εμπόδιο στην αυθημερόν μετάβασή μου στην ιαπωνική πρωτεύουσα (510 km βορειοανατολικά του Κιότο) δεν στάθηκε κάποια μηχανική βλάβη ή ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας, αλλά μια απρόβλεπτη παράμετρος που δεν είχα λάβει υπ’ όψιν μου. Το επικείμενο πέρασμα του τυφώνα Yamore από την περιοχή αποτέλεσε την αιτία της καθυστερημένης –κατά ένα εικοσιτετράωρο– άφιξής μου στο Τόκυο. Βλέπετε, τα στοιχεία της φύσης συνωμότησαν ενάντιά μου και αποφάσισαν να μου βάλουν μια τελευταία, γερή τρικλοποδιά στο δρόμο για το Τόκυο.
Τουλάχιστον δυο μέρες νωρίτερα, όλος ο κρατικός μηχανισμός είχε τεθεί σε συναγερμό για την αντιμετώπιση άλλου ενός σαρωτικού τυφώνα. Συνηθισμένες καταστάσεις για τους ντόπιους! Ωστόσο, και παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις των αρχών από τα Μ.Μ.Ε για το πέρασμα του τυφώνα και τους κινδύνους που αυτό εγκυμονούσε για τους οδηγούς των οχημάτων –και κυρίως για τους μοτοσυκλετιστές- εγώ, σαν γνήσιος Ελληναράς, έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια τους πάντες και τα πάντα και ξεκίνησα κάτω από την ομπρέλα ενός κατάμαυρου ουρανού την πορεία μου για το Τόκυο. «Τυφώνας; Σιγά τώρα μην φοβηθώ λίγο αέρα και βροχή παραπάνω!»
Γρήγορα όμως το μετάνιωσα πικρά, αφού ο Yamore «με πήρε και με σήκωσε» κυριολεκτικά! Ο δυνατός άνεμος και η καταρρακτώδη βροχή που με υποδέχτηκαν 80 km μακριά από το Κιότο, μου έδωσαν το μάθημα που χρειαζόμουν, τσαλακώνοντας τον εγωισμό και την υπεροψία μου. Γαντζωμένος με όλη μου τη δύναμη πάνω στη μοτοσυκλέτα, αγωνιζόμουν να αντέξω τα απανωτά μαστιγώματα των στοιχείων της φύσης, που προσπαθούσαν να με γκρεμίσουν από τη σέλα! Για ακόμα μια φορά είχα δυστυχώς υποτιμήσει τη δύναμη της φύσης! Κυριολεκτικά φτερό στον άνεμο, ταξίδευα σχεδόν μόνος στο δρόμο έχοντας σοβαρές ενστάσεις για την ορθότητα της απόφασής μου να οδηγήσω κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες.
Μέχρι που σταμάτησα σ’ ένα σημείο ελέγχου της αστυνομίας και της τοπικής εθνοφυλακής. Φανερά τρομοκρατημένος και δίχως να προβάλω καμία απολύτως αντίρρηση, υιοθέτησα αμέσως τις συστάσεις τους και διέκοψα την πορεία μου, αναζητώντας προσωρινό καταφύγιο στην μικρή πόλη Yokaichi. Θα έμενα εδώ τουλάχιστον για ένα εικοσιτετράωρο, μέχρι να απομακρυνόταν η δίνη του τυφώνα, ο οποίος κινείτο με βορειοδυτική κατεύθυνση και ταχύτητα που άγγιζε τα 160 km/ώρα!
Στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου
Ως γνωστόν, το Τόκυο, το μητροπολιτικό κέντρο της Ιαπωνίας, είναι μια μεγαλούπολη διεθνούς ακτινοβολίας και αποτελεί το σύμβολο της οικονομικής και βιομηχανικής παντοδυναμίας της «Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου». Συνώνυμη του χάους, της τρέλας και του πολεοδομικού αλαλούμ, το Τόκυο είναι μια γιγάντια πόλη, ενώ στα ασαφή αστικά της όρια ζουν, εργάζονται ή επισκέπτονται καθημερινά περί τους 40.000.000 ανθρώπους, οι οποίοι ζουν σε κατάσταση ασφυκτικού συνωστισμού και πυκνότητας…
Αυτήν τη μοντέρνα ασιατική μεγαλούπολη, την πολυπληθέστερη του κόσμου, με τους άπειρους ουρανοξύστες, το αφόρητο κυκλοφοριακό και το ακατάστατο πολεοδομικό σχέδιο, είχα θέσει ως φινάλε του μεγάλου ταξιδιωτικού οδοιπορικού μου. Ένα όντως εντυπωσιακό φινάλε, με φόντο τους γυάλινους ουρανοξύστες του Τόκυο να βελονίζουν τον ιαπωνικό ουρανό! Τι ωραία που τα είχα φανταστεί. Ωστόσο, αρκετές φορές αναρωτιόμουν καθ’ οδόν, μήπως έπρεπε να είχα επιλέξει έναν πιο εύκολο αστικό προορισμό για να σφραγίσω το τέλος του διηπειρωτικού μου ταξιδιού! Είπαμε όμως, Αθήνα – Τόκυο. Και τα δύσκολα στο τέλος…
Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, οδηγώντας εκείνο το μεσημέρι προς την ιαπωνική πρωτεύουσα, να διακατέχομαι από τρομερή αγωνία για την τύχη μου στους δρόμους του Τόκυο! Γιατί όμως τόση νευρικότητα; Γιατί απλούστατα, κατευθυνόμουν προς την ιαπωνική πρωτεύουσα δίχως να έχω χάρτη της πόλης στα αγγλικά και με το GPS σε αχρηστία (καταραμένα ηλεκτρονικά, την χειρότερη στιγμή χαλάνε)! Πήγαινα δηλαδή σαν πρόβατο επί σφαγής! Όσο μάλιστα πλησίαζα προς την ιαπωνική πρωτεύουσα και η ροή των οχημάτων πύκνωνε γύρω μου, τόσο ένιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται όλο και πιο πολύ από το άγχος. Είχα διάχυτη την αίσθηση πως σύντομα θα ζούσα μια αρχαία ελληνική τραγωδία, στην οποία δεν υπήρχε από μηχανής Θεός! Ακόμα 40 km και φτάνω…
Από μηχανής θεός
Θρησκόληπτος μπορεί να μην είμαι, αλλά πιστεύω στα μικρά θαύματα. Πώς αλλιώς να εξηγήσω αυτό που μου συνέβη 30 km πριν το Τόκυο; Ενώ είχα σταματήσει σ’ ένα πάρκινγκ του αυτοκινητοδρόμου για να πάρω μια τελευταία ανάσα πριν ξεκινήσω την οδύσσειά μου στους δρόμους της ιαπωνικής πρωτεύουσας, ένας Ιάπωνας συνάδελφος, κάτοχος ενός Honda CB 400, με πλησίασε και με χαρακτηριστική ευγένεια με ρώτησε αν χρειαζόμουν βοήθεια ή ήθελα κάποια πληροφορία. «Τι να θέλω από τη ζωή μου βρε φίλε! Ένα ξενοδοχείο στο Τόκυο, φθηνό, καθαρό και κοντά στο κέντρο της πόλης. Ζητάω πολλά;»
Όχι, για τον Ακιμόρε αυτό που ζητούσα, δεν ήταν κάτι το υπερβολικό ή δύσκολο! Γι’ αυτό και προσφέρθηκε αμέσως –αντί να πάει στον προορισμό του– να με οδηγήσει σ’ ένα ξενοδοχείο της αρεσκείας μου! Έπεσα από τα σύννεφα! Δεν πίστευα στην τύχη μου. Μπροστά μου έβλεπα τον πολυπόθητο από μηχανής Θεό, τον φύλακα-άγγελό μου σε γιαπωνέζικη …έκδοση, όπως τελικά αποδείχτηκε. «Άνθρωπέ μου, ο Θεός σ’ έστειλε;»
Με τον Ακιμόρε μπροστά να ανοίγει δρόμο, η ανεύρεση στέγης στο χαώδη Τόκυο αποδείχθηκε μια εύκολη φυσικά υπόθεση. Ήταν μεγάλη τύχη για μένα που είχα συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο στον δρόμο μου. Γιατί ο Ακιμόρε, εκτός από χρέη …GPS, στη διάρκεια της παραμονής μου στο Τόκυο αποτέλεσε και τον προσωπικό μου ξεναγό, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή του στην αποκωδικοποίηση και στην κατανόηση από μέρους μου των δομών μιας κοινωνίας –της δικής του– όπου η ομάδα έχει μεγαλύτερη αξία από το άτομο. Από τον Ακιμόρε έμαθα επίσης πως στην τέλεια οργανωμένη κοινωνία της Ιαπωνίας, όπου η τεχνολογία, η οικονομία και ο καταναλωτισμός βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, ο συντηρητισμός, η ταπεινοφροσύνη, η εργασιομανία και η εσωστρέφεια αποτελούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της.
Πόλη από το μέλλον
Οι εντυπώσεις μου από το Τόκυο; Μιλάμε για μια …διαστημική πολιτεία που ζει και κινείται στους ρυθμούς του μέλλοντος, όλο το εικοσιτετράωρο. Το τεράστιο μέγεθός της, η κοσμοπλημμύρα, το αρχιτεκτονικό της πανδαιμόνιο και η ξέφρενη καθημερινότητα στους δρόμους της, αρχικά με τρόμαξαν! Αισθανόμουν σαν επισκέπτης από άλλον πλανήτη, σαν ένα χωριατόπουλο που πήγε για πρώτη φορά στην μεγάλη πόλη!
Γρήγορα όμως με καθησύχασε η ευγένεια, η εξυπηρετικότητα και η φιλικότητα των κατοίκων της. Ζήλεψα την οργάνωση, τον πλουραλισμό και τον δυναμισμό αυτής της πόλης με τις τσιμεντένιες χαράδρες. Εντυπωσιάστηκα από τα μικρά τεχνολογικά θαύματα που συναντούσα στο κάθε μου βήμα. Με συγκλόνισαν οι υπερυψωμένοι λεωφόροι, τα εντυπωσιακά πολυώροφα εμπορικά κέντρα, οι πολύχρωμες επιγραφές νέον και το «δάσος» των αναρίθμητων φωταγωγημένων ουρανοξυστών. Θαμπώθηκα από τη λάμψη, τη πολυτέλεια και την αίγλη μιας ελκυστικής –αλλά για άλλους απωθητικής– πολιτείας. Το Τόκυο ήταν μια πανδαισία αισθήσεων μοναδική, που αντιπροσώπευε τη δύναμη μιας χώρας της οποίας ο ιδιόμορφος πολιτισμός της παραμένει για μας τους Δυτικούς ένα μυστήριο. «Αν θα ήθελα φίλε Ακιμόρε να ζήσω στο Τόκυο; Μάλλον όχι!»
Στο Τόκυο έμεινα έξι μέρες. Πριν παραδώσω σε μια μεταφορική εταιρία τη μοτοσυκλέτα για να επιστρέψει ατμοπλοϊκώς στην Ελλάδα, περιπλανήθηκα μαζί της στα κυριότερα τουριστικά must της πόλης, για να ολοκληρώσω και τυπικά τη γνωριμία μου με την πολύβουη ιαπωνική πρωτεύουσα. Με τον Ακιμόρε στην πίσω σέλα, επισκέφθηκα τα αυτοκρατορικά ανάκτορα, ανέβηκα στον Πύργο του Τόκυο (μια απομίμηση του Πύργου του Άιφελ που προσφέρει μια φαντασμαγορική θέα της πόλης από ύψος 250 μ.) και χαλάρωσα στο ειδυλλιακό πάρκο Ueno.
Ψώνισα τα ηλεκτρονικά μαραφέτια (gadgets) που ήθελα στην Electric City της Akihabara, έφαγα σούσι στην κεντρική ψαραγορά Tsukiji και περπάτησα στους πολυσύχναστους δρόμους της κοσμικής συνοικίας Genzo, με τα πανάκριβα εμπορικά καταστήματα και τη χλιδάτη ατμόσφαιρα! Αν και πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το Τόκυο είναι μια πόλη χωρίς κάποιο αξιόλογο αξιοθέατο, κατά την ταπεινή μου άποψη η «Ανατολική Πρωτεύουσα» (αυτό σημαίνει Τόκυο στα γιαπωνέζικα) ήταν από μόνη της ένα τεράστιο αξιοθέατο!
Τέλος παραμυθιού
Ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα αισθησιακό πορφυροκόκκινο χρώμα, καθώς ο βασιλιάς ήλιος, για άλλη μια μέρα ξεκινούσε την καθημερινή του πορεία στο ουράνιο στερέωμα. Με τον Ακιμόρε στο τιμόνι του αυτοκινήτου, κατευθυνόμασταν προς το αεροδρόμιο Narita, διασχίζοντας την εντυπωσιακή γέφυρα Rainbow Bridge. Συγκινησιακά φορτισμένος, και δίχως ιδιαίτερη διάθεση για κουβέντα, είχα αφήσει τη ματιά μου να αποτυπώσει για μια τελευταία φορά το χαώδη μεγαλείο αυτής της πόλης. Το παραμύθι Αθήνα–Τόκυο τελείωνε και σύντομα άρχιζε το ταξίδι της επιστροφής. Μαζί όμως θα ξεκινούσε κι ένα άλλο ταξίδι, πάνω στις σκέψεις στις εικόνες και στις αναμνήσεις ενός ανεπανάληπτου δίτροχου οδοιπορικού, από τα πιο συναρπαστικά που είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου.
Αθήνα, 3 μέρες αργότερα…
- Όλγα, ο μικρός μόλις κοιμήθηκε.
- Πώς τα κατάφερες βρε θηρίο;
- Απλά, του διηγήθηκα ένα παραμύθι για ένα γενναίο παλικάρι που ταξίδεψε μόνος του με το άλογό του σε μέρη μακρινά και μυθικά!
- Δεν πιστεύω να τον τρόμαξες και να έχει εφιάλτες…
- Όχι, μην ανησυχείς! Το παραμύθι αυτό δεν είχε κακό δράκο! Το παλικάρι με το άλογο, στο μακρύ ταξίδι του προς τη θάλασσα, συνάντησε μόνο καλά ξωτικά και όμορφες νεράιδες…!
ΤΕΛΟΣ
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/asia/item/1279-taksidiotiko-athina-tokyo-me-bmw-3o-meros-siviria-iaponia#sigProId96e206ae50