Του Κώστα Μητσάκη
Φωτογραφίες: Του ιδίου, Όλγα Παπαδόγιαννη
Διατρέχοντας τον πανάρχαιο εμπορικό «Δρόμο του Μεταξιού», γεμάτοι λαχτάρα αγγίξαμε την καρδιά της Κεντρικής Ασίας. Μεταξένιος προορισμός το Ουζμπεκιστάν, όπου ψηλαφίσαμε τα ιστορικά λείψανα της κεντροασιατικής γης και εμβαθύναμε στην αέναη καθημερινότητα των φιλόξενων κατοίκων της γης του Ταμερλάνου.
Διψασμένοι ταξιδιώτες
Στα δίτροχα ταξίδια μας ανά τον κόσμο, δεν αναζητούμε μόνο την ταύτιση με το τοπίο που ανοίγεται μπροστά μας, αλλά και τη γνώση της ιστορικής πορείας του κάθε χώρου που μας φιλοξενεί. Προσπαθούμε πάντα να βουτήξουμε μέσα στον απέραντο ωκεανό της ανθρώπινης Ιστορία, να εστιάσουμε το διψασμένο βλέμμα μας σε μορφές πραγμάτων και προσώπων που καθορίζουν απόλυτα την ταυτότητα της χώρας που επισκεπτόμαστε, να ξεκλειδώσουμε παλιά της μυστικά και να «τρυγήσουμε» σπάνιες ταξιδιωτικές εμπειρίες.
Αυτή τη φορά, ακολουθώντας πιστά τα μισοσβησμένα χνάρια των εμπορικών καραβανιών του μεταξένιου δρόμου -και με την ακούραστη μοτοσυκλέτα μας σε ρόλο Βακτριανής καμήλας- καταλήξαμε στο απόμακρο Ουζμπεκιστάν, στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας. Τι είναι όμως το Ουζμπεκιστάν; Μια καθαρή πηγή για να ξεδιψάσει κανείς από την καυτή πνοή της κεντροασιατικής στέπας; Ή μήπως ένας κοσμοπολίτικος προορισμός με… εξωτικές παραλίες και έντονη νυχτερινή ζωή; Όχι, όχι! Το Ουζμπεκιστάν είναι ο γεωγραφικός χώρος απ’ όπου ξεκίνησαν για να κτίσουν τις δικές τους κοσμοκρατορίες οι αιμοδιψείς νομαδικές ορδές του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου. Το μακρινό Ουζμπεκιστάν είναι από μόνο του μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια Ιστορίας, που εμείς φυλλομετρήσαμε με οίστρο, ενώ άλλοι ούτε καν μπαίνουν στο κόπο να ανοίξουν!
Μέσα στα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα αυτής της χώρας, κρύβονται δυο πόλεις θρυλικές, που όταν τις περπατήσει κανείς αισθάνεται κυριολεκτικά την Ιστορία να ζωντανεύει σε κάθε του βήμα. Με φόντο πλινθόκτιστα τζαμιά, περίτεχνα διακοσμημένες ιερατικές σχολές, οχυρωματικά τείχη, πλακόστρωτα σοκάκια, τεράστιους εκθαμβωτικούς τιρκουάζ τρούλους και σκεπαστές αγορές, η Σαμαρκάνδη, και η Μπουχάρα μοιάζουν να έχουν μείνει ακίνητες μέσα στους αιώνες, με τους δείκτες του χρόνου να «σημαδεύουν» τον ισλαμικό κόσμο της μεσαιωνικής περιόδου και του μεταξένιου δρόμου.
Πρόκειται για δυο λαμπρές πόλεις με έντονη προσωπικότητα, που για να τις γνωρίσουμε χρειάστηκε να σμίξουμε με τους ανθρώπους που τις κατοικούν, να πιούμε μαζί τους ένα φλιτζάνι τσάι και να τους αφήσουμε να μας διηγηθούν, μα για ένα τζαμί ή ένα κάστρο, μα για ένα μύθο ή έναν θρυλικό πολεμιστή. Μόνο έτσι μπορέσαμε να ακούσουμε τους χτύπους της μεγάλης καρδιάς τους, τους χτύπους της κάθε πόλης. Με πρόσωπα και ψυχές χαρακωμένα από τους ανέμους της στέπας, μας πρόσφεραν απλόχερα φιλία και φιλοξενία. Πουθενά μοναξιά και αδιαφορία. Εδώ, η φιλοξενία δεν είναι μόνο αίσθημα, είναι και αρετή. Όποιον κι αν συναντήσαμε, αυτός μίλησε μαζί μας σαν να ήταν παλιός γνωστός μας. Μέσα σε λίγα λεπτά γινόμασταν πραγματικά φίλοι και ειλικρινά λυπόμασταν όταν τον αποχαιρετούσαμε. Οι άνθρωποι στο Ουζμπεκιστάν μάς ξάφνιασαν. Ήταν διαφορετικοί. Αυθόρμητοι, ζεστοί, απλοί… άνθρωποι! Χαρακτήρες δυνατοί, με το βλέμμα στραμμένο στις απέραντες στέπες της χώρας τους. Εκεί που κρύβεται άλλωστε η ψυχή του Ουζμπεκιστάν.
Μπουχάρα - Ανατολίτικο θαύμα Νο 2
Η Μπουχάρα, το «δεύτερο ανατολίτικο θαύμα» όπως περιγραφόταν από τους ποιητές της Ανατολής, αποτέλεσε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (12ο–16ο αιώνα), ένα από τα σημαντικότερα σταυροδρόμια πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού, την πανάρχαια οδική εμπορική αρτηρία που έφερνε κοντά δυο διαφορετικούς κόσμους, την Ανατολή με τη Δύση. Κτισμένη μέσα στην καυτή αγκαλιά της ερήμου Κασιλκούμ, η Μπουχάρα βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μακραίωνης πολιτιστικής και θρησκευτικής διακίνησης που πραγματοποιούσαν τα εμπορικά καραβάνια του μεταξένιου δρόμου. Στο διάβα των αιώνων φιλοξένησε ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες και σημαντικές διπλωματικές αποστολές, γνώρισε ανταγωνιστικές θρησκείες και νέες ιδέες, στέγασε ποικιλόμορφα παζάρια και αλώθηκε από αιμοδιψείς εισβολείς. Οι ιδιάζουσες αυτές γεωπολιτικές συνθήκες οδήγησαν στην ανοικοδόμηση μιας πόλης ανυπέρβλητης και μοναδικής ομορφιάς, που απόκτησε μια περίοπτη θέση στο κεντροασιατικό ιστορικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «ο στύλος του Ισλαμισμού και όλου του μουσουλμανικού κόσμου».
Σε τούτη την πολιτεία του μεταξένιου δρόμου πρωτοσταμάτησε το μηχανοκίνητο καραβάνι μας, όταν αφήσαμε πίσω μας τις συνοριακές γραμμές με το Τουρκμενιστάν. Η σημερινή Μπουχάρα χαρακτηρίζεται από ζεστές γήινες αποχρώσεις και μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ανάτασης. Η καφετιά απόχρωση της ερήμου είναι αυτή που κυριαρχεί στα περισσότερα κτίσματα της Μπουχάρα, που χάρη στα 150 διατηρημένα αρχιτεκτονικά μνημεία της, καταφέρνει να προσφέρει στον επισκέπτη τη μεστή γεύση μιας αρχαίας ανατολίτικης πόλης ηλικίας 2500 χρόνων.
Τριγυρνώντας δίχως προορισμό μέσα στον παλαιό οικιστικό πυρήνα της ελκυστικής Μπουχάρα, που είναι ιδιαίτερα φημισμένη για τα εξαιρετικά χαλιά της, μοιραία βρεθήκαμε στο μικρό γραφικό σκεπαστό παζάρι της πόλης. Εδώ, ο πολεοδομικός χαρακτήρας της σκεπαστής αγοράς και η απίστευτη ποικιλία αγαθών που υπήρχε, μας έσπρωξαν να βιώσουμε τις παραμυθένιες «Χίλιες και μια νύχτα». Με τα μάτια της φαντασίας γίναμε πρωταγωνιστές ενός συναρπαστικού ταξιδιού πίσω στο χρόνο και αποτυπώσαμε εικόνες μαγικές, γεμάτες χρώματα και αρώματα.
Μέχρι και πριν από εκατό χρόνια η ύδρευση της πόλης γινόταν από κανάλια και από ένα δίκτυο με περίπου διακόσιες πέτρινες τεχνητές δεξαμενές (λίμνες), που ονομάζονται «hauz». Εκεί συναντιόντουσαν οι κάτοικοι, που συζητούσαν και σχολίαζαν τα τεκταινόμενα της πόλης πλένοντας τα ρούχα και τα σκεύη τους. Οι λίγες εναπομείναντες δεξαμενές που υπάρχουν σήμερα στη Μπουχάρα εξακολουθούν να αποτελούν σημείο συνάντησης των ντόπιων, που συναθροίζονται εδώ, όχι για να πλύνουν ρούχα, αλλά για να πιούν ένα φλιτζάνι τσάι, να παίξουν μια παρτίδα σκάκι ή απλά να κουβεντιάσουν.
Η πιο γνωστή απ’ όλες τις δεξαμενές είναι η Labi Hauz, που βρίσκεται στο κέντρο της παλαιάς πόλης και περιβάλλεται από πανύψηλα αιωνόβια δέντρα, που μετρούν και επτακόσια χρόνια ζωής. Περιμετρικά της περίφημης Labi Hauz υπάρχουν τεϊοποτεία, εστιατόρια και αναψυκτήρια, που αποτελούν πόλο έλξης για ντόπιους, επισκέπτες και περιηγητές, οι οποίοι απολαμβάνουν μια πραγματικά ευχάριστη ατμόσφαιρα ηρεμίας και χαλάρωσης. Λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από την Labi Hauz δεσπόζει επίσης το άγαλμα του θρυλικού φιλόσοφου και περιηγητή Ναζραντίν Χότζα. Κατά γενική ομολογία, τα απογεύματα που περάσαμε στα τεϊοποτεία της Labi Hauz πίνοντας παρέα με τους ντόπιους αράκ (το αγαπημένο ποτό των Ουζμπέκων), ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις μας στην Μπουχάρα.
Ο ιστορικός πλούτος της Μπουχάρα
Στο ιστορικό κέντρο της Μπουχάρα δεσπόζει ο μιναρές Καλάν (Kalan Minaret), ένα μνημείο που κτίστηκε το 1127 από τον Arlan Khan και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πόλης. Ο μιναρές Καλάν είναι ο ψηλότερος της Κεντρικής Ασίας (47 μ.) και στην εξωτερική του πλευρά διακρίνονται 14 διαφορετικές συνθέσεις-λωρίδες πλίνθων. Μόλις 105 εσωτερικά σκαλοπάτια μεσολαβούν από την είσοδο του πύργου ως την κορυφή, απ’ όπου η πανοραμική θέα της Μπουχάρα και της ευρύτερης περιοχής κόβει κυριολεκτικά την ανάσα. Ο πανύψηλος μιναρές εκτελούσε χρέη φάρου βοηθώντας τα καραβάνια να βρουν το δρόμο τους μέσα στη νύχτα, ενώ o Χαν (βασιλιάς) της Μπουχάρας κάθε μεσημέρι έριχνε από την κορυφή του μιναρέ στο κενό έναν βαρυποινίτη, θεσμός που καταργήθηκε όμως από το σοβιετικό καθεστώς.
Εκατέρωθεν του μιναρέ Καλάν, δεσπόζουν δυο τεράστια σε μέγεθος κτίσματα, το τζαμί Καλάν και η ιερατική σχολή Mir-i-Arab (του 16ου αιώνα).Το εσωτερικό τους, καλοδιατηρημένο αλλά λιτά διακοσμημένο, μαρτυρά στον επισκέπτη την αίγλη και τη σπουδαιότητα που είχαν κάποτε αυτά τα κτίσματα, τα οποία ακόμα και σήμερα φιλοξενούν Ουζμπέκους μαθητές, ηλικίας 17-18 ετών, που διδάσκονται αραβικά, ισλαμική ιστορία και θεολογία. Η Μπουχάρα, στην λαμπρότερη στιγμή της ιστορίας της απαριθμούσε τριακόσια τζαμιά και περισσότερες από εκατό ιερατικές σχολές με περίπου 10.000 μαθητές. Στις ιερατικές σχολές της πόλης αναπτύχθηκαν τα μαθηματικά, η αστρονομία, η ιατρική, η χημεία, η ιστορία, αλλά και η ποίηση, γεγονός που επηρέασε θετικά τους ευρωπαϊκούς επιστημονικούς ορίζοντες κατά την περίοδο της Αναγέννησης.
Σε μικρή απόσταση από την πλατεία Καλάν, βρίσκεται το κάστρο της Μπουχάρα (Ark), που θεωρείται το παλαιότερο κτίσμα της πόλης και χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αποτελούσε την κατοικία βασιλιάδων (αρχόντων και εμίρηδων) μέχρι το 1920, όποτε βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε από τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ένωσης. Η UNESCO, που ανακήρυξε το 1993 την Μπουχάρα μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, έχει αναστυλώσει τα τείχη και την είσοδο του κάστρου, ενώ στο εσωτερικό υπάρχει το «Τζαμί της Παρασκευής», καθώς και ένα μικρό ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο.
Η περιπλάνηση στα στενά πλακόστρωτα σοκάκια του άριστα διατηρημένου τμήματος της παλαιάς πόλης συνεχίστηκε για πολύ ακόμα. Περπατήσαμε, θαυμάσαμε, αγγίξαμε! Αρκετά αρχιτεκτονικά μνημεία, μοναδικά δείγματα της ιστορικής και θρησκευτικής κληρονομιάς της αιώνιας Μπουχάρα αποθηκεύτηκαν για πάντα στο «σκληρό δίσκο» του μυαλού μας. Σπάνιοι θησαυροί μιας πόλης πληθωρικής και ανεξάντλητης, που θα γοητεύσει όποιον ξέρει να εκτιμά την αυθεντική ομορφιά και τις αιώνιες αξίες της ζωής.
Σαμαρκάνδη, το γαλάζιο μαργαριτάρι
Απέραντες βαμβακοφυτείες απλώνονταν εκατέρωθεν του οδικού άξονα καθώς ταξιδεύαμε με τη σιδερένια καμήλα μας προς την Σαμαρκάνδη. Μια εικόνα που επιβεβαίωνε περίτρανα τα στοιχεία που θέλουν το Ουζμπεκιστάν στις πρώτες θέσεις παραγωγής βαμβακιού στο κόσμο. Σ’ αυτό είχαν συμβάλει καθοριστικά τα αρδευτικά συστήματα που κατασκεύασαν οι Σοβιετικοί τη δεκαετία του 1960 προκειμένου να καταστήσουν καλλιεργήσιμες τις άγονες εκτάσεις της χώρας. Τεράστια αρδευτικά κανάλια κατασκευάστηκαν τότε με σκοπό να μεταφερθούν στο Ουζμπεκιστάν υδάτινοι πόροι από τη λίμνη Αράλη. Ήταν ένα φιλόδοξο επίτευγμα, που, αν και βοήθησε σημαντικά στην αύξηση της τοπικής αγροτικής παραγωγής, ζημίωσε ανεπανόρθωτα το οικοσύστημα της Αράλης, η οποία απειλείται σήμερα με ολοκληρωτική εξαφάνιση.
«Η Μπι-Μπι Χανούμ, η Κινέζα γυναίκα του Ταμερλάνου, κατά την απουσία του άντρα της σε κάποια εκστρατεία, αποφάσισε την ανέγερση ενός επιβλητικού τζαμιού, προκειμένου να τιμήσει και να ευχαριστήσει τον Μογγόλο αυτοκράτορα στην επιστροφή του. Όμως, η Μπι-Μπι υπολόγιζε χωρίς τον... αρχιτέκτονα. Ο οποίος, ναι μεν ανέλαβε την κατασκευή του τζαμιού, αλλά στην πορεία αρνήθηκε την αποπεράτωσή του! Ο λόγος; Πιάνοντας τον εαυτό του τρελά ερωτευμένο με την Μπι-Μπι, ο αρχιτέκτονας διαπραγματεύτηκε την αποπεράτωση του τζαμιού μ’ ένα της φιλί (;). Και παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, το φιλί τελικά δόθηκε, το τζαμί τελείωσε, αλλά το σημάδι του πάθους στο πρόσωπο της Μπι-Μπι Χανούμ έμεινε.
Ο Ταμερλάνος, που γύρισε όμως νωρίτερα, βρήκε την Μπι-Μπι... σημαδεμένη και αντέδρασε όπως θα έκανε ο κάθε πολιτισμένος σύζυγος. Αποκεφάλισε τον αρχιτέκτονα και υποχρέωσε την Μπι-Μπι να κυκλοφορεί εφ’ όρου ζωής με φερετζέ. Έτσι, θα έκρυβε το σημάδι του παράνομου πάθους της και δεν θα αποτελούσε στο εξής πειρασμό για τον αντρικό πληθυσμό της Σαμαρκάνδης. Η διαταγή του Ταμερλάνου επιβλήθηκε όμως σε όλες τις γυναίκες της αυτοκρατορίας. Κάπως έτσι λοιπόν, εξαιτίας της απερίσκεπτης Μπι-Μπι Χανούμ, οι γυναίκες της μακρινής Ανατολής υποχρεώθηκαν να κρύβουν το λάγνο πρόσωπό τους πίσω από ένα φερετζέ…»
Γαλάζια Σαμαρκάνδη
Κρεμασμένοι κυριολεκτικά από τα χείλια του γενειοφόρου υπερήλικα, αφουγκραζόμασταν τον γοητευτικό μύθο της Μπι-Μπι Χανούμ, που απλώνει το διαχρονικό του πέπλο πάνω από το ομώνυμο τζαμί και το μαυσωλείο που δεσπόζουν στο κέντρο της γαλάζιας Σαμαρκάνδης. Είναι η πόλη που αποπλάνησε τον Μέγα Αλέξανδρο, όταν το 329 π. Χ., καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα της Σορδιανής, τη Μαρακάνδα (νυν Σαμαρκάνδη) αναφώνησε εκστασιασμένος: «Οτιδήποτε είχα ακούσει για τη Μαρακάνδα είναι τελικά αλήθεια, με εξαίρεση το γεγονός ότι τελικά είναι πιο όμορφη απ’ ό, τι την είχα φανταστεί». Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που επέλεξε -σύμφωνα μ’ έναν άλλο τοπικό μύθο- την πόλη αυτή για την τέλεση του γάμου του με τη Ρωξάνη.
Όπως ήταν φυσικό, κατά την παρουσία μας στη Σαμαρκάνδη σπεύσαμε να ανιχνεύσουμε τα σημάδια της αλεξανδρινής παρουσίας. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε στο χωμάτινο κάστρο Αφραζιάμπ που ορθώνεται πάνω στον ομώνυμο λόφο, λίγο έξω από τη πόλη. Είναι το παλάτι όπου κατέλυσε ο Μέγας Αλέξανδρος στη διάρκεια της πολύμηνης παρουσίας του στη Μαρακάνδη. Παράλληλα, τα μουσειακά εκθέματα των ελληνιστικών χρόνων που αντικρίσαμε στο τοπικό μουσείο μάς γέμισαν θαυμασμό, αλλά και απορία, για το πόσο μακριά από τη μητρόπολη είχε φτάσει ο πολιτισμός των αρχαίων προγόνων μας! Τότε…
Αυτή τη μυθική πόλη της Ιστορίας επέλεξε 16 αιώνες αργότερα ο Ταμερλάνος να κάνει πρωτεύουσα της τεράστιας κοσμοκρατορίας του. Μέσα σε 40 χρόνια ο φοβερός Ταμερλάνος δημιούργησε τη νέα Σαμαρκάνδη, μια πραγματικά μαγική πόλη που αναδείχθηκε στο σημαντικότερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Κεντρικής Ασίας. Ο ίδιος μερίμνησε για το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος κατασκευάζοντας τζαμιά, ιερατικές σχολές, αρχοντικά, χάνια, αρδευτικά έργα και ένα μεγάλο δίκτυο πλακόστρωτων δρόμων. Φρόντισε επίσης να κοσμήσει την Σαμαρκάνδη μ’ ένα πλήθος εκθαμβωτικά βαθυγάλαζων και τιρκουάζ μνημείων ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Αληθινά κοσμήματα αρμονίας και κομψότητας που αποτελούσαν μια βαρύτιμη πολιτισμική και θρησκευτική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές.
Όπως αναμενόταν, το οδοιπορικό μας στον γοητευτικό κόσμο της γαλάζιας Σαμαρκάνδης μετουσιώθηκε σε μια διαδικασία αποκωδικοποίησης της πολιτιστικής αξίας και προσφοράς των υπέρλαμπρων μνημείων που κατακλύζουν σήμερα την αλλοτινή πρωτεύουσα των Μογγόλων. Πάμπολλα λοιπόν τα αρχιτεκτονήματα της δόξας του Ταμερλάνου, με αντιπροσωπευτικότερα τις τρεις μεγαλόπρεπες ιερατικές σχολές (Tilla-Kari, Ulughbek, Sher Dor) που ορθώνονται στην περίφημη πλατεία Rejestan, εκεί όπου χτυπά η καρδιά της πόλης. Τρία γαλάζια μαργαριτάρια της κεντροασιατικής αρχιτεκτονικής, που μόνο δέος, έκσταση και θαυμασμό προκαλούν. Γονατίζει η ψυχή του αποσβολωμένου επισκέπτη μπροστά σ’ αυτά τα ανυπέρβλητα ιστορικά μνημεία. Γονάτισε και η δική μας...
Μεταξένιο παρελθόν
Εκείνο το πρωινό ξεκινούσαμε για την πρωτεύουσα Τασκένδη, την πολυπληθέστερη πόλη της Κεντρικής Ασίας (2.500.000 κάτοικοι) και στέγη μιας πολυάριθμης ελληνικής κοινότητας 5.000 ομογενών. Ρίχνοντας κλεφτά μια τελευταία ματιά στην Σαμαρκάνδη που χανόταν πίσω μας, στο μυαλό μας ήρθαν οι στίχοι ενός ανώνυμου ποιητή: «Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο μπορείς να θαυμάσεις τις Πυραμίδες και το αινιγματικό χαμόγελο της Σφίγγας. Να απολαύσεις τα γαλάζια κύματα της Μεσογείου και να γονατίσεις ευλαβικά κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Να ανακαλύψεις τη Ρώμη μέσα από το Κολοσσαίο και να εκστασιαστείς από την Παναγία των Παρισίων ή τον Καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Όμως, αν μία μόνο φορά δεις τη Σαμαρκάνδη, θα αιχμαλωτιστείς από τη μαγεία της για πάντα…»
Ο ποιητής είχε δίκιο. Οι ψυχές μας είχαν παραμείνει εκεί πίσω, στη γαλάζια Σαμαρκάνδη. Τα κορμιά μας, αντίθετα, «προχωρούσαν» μπροστά. Αλλά με δυσκολία! Ο άνεμος της στέπας φυσούσε δυνατά, είχε ορκιστεί να μας γκρεμίσει από τη σέλα της Βακτριανής καμήλας. Γαντζωμένοι πάνω της με δύναμη, συνεχίζαμε αγόγγυστα το ταξίδι μας πάνω στην ιστορική διαδρομή που ορίζεται από τον πανάρχαιο Δρόμο του Μεταξιού. Η μανία του ανέμου μεγάλη, ισχυρή! Μικρότερη όμως από την έλξη που ασκούσε πάνω μας τούτος ο ανεπιτήδευτος τόπος με το μεταξένιο παρελθόν…
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/valkania/item/1270-taksidiotiko-sto-ouzmpekistan-me-ktm-990-adventure#sigProId6e78871c36