Του Κωσταντίνου Μητσάκη
«…Μα καλά, παιδιά μου, θα αφήσετε καλοκαιριάτικα τη ζεστή, ηλιόλουστη Ελλαδίτσα για να πάτε στη Νότια Αμερική, μέσα στους πάγους και τα χιόνια; Εσείς ψυγείο ανοίγετε και φτερνίζεστε…». Αχ, ρε μάνα! Πόσες φορές δεν φέραμε στο νου μας τα λόγια σου, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη λευκή, παγωμένη λαίλαπα της μακρινής Πα(τα)γονίας!
Σε πολικές θερμοκρασίες
Ταξιδέψαμε σε γεωγραφικές συντεταγμένες που υποθάλπουν καιρικές συνθήκες ανυπόφορα παγωμένες, οι οποίες κάθε άλλο παρά για ταξίδι με μοτοσικλέτα ενδεικνύονταν.
Ο δριμύς χειμώνας του νοτίου ημισφαιρίου βρισκόταν σε εξέλιξη. Το γεγονός και μόνο ότι καταφέραμε μέσα στην καρδιά του να διασχίσουμε δύο φορές την Παταγονία (κινούμενοι αρχικά από το Μπουένος Άιρες προς τη Γη του Πυρός και κατόπιν αντίστροφα, ξεκινώντας τη διάσχιση της αμερικανικής ηπείρου από την Γη του Πυρός στην Αλάσκα) πρέπει να θεωρηθεί κατόρθωμα (και αποκοτιά), που είχε ωστόσο και το τίμημά του.
Διαβολεμένο κρύο (οι ημερήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονταν από 3ο C έως –15ο C), παγωμένοι δρόμοι, χιονοθύελλες, βροχές και σφοδροί άνεμοι συνιστούσαν τις συνθήκες με τις οποίες έπρεπε να οδηγήσουμε, όχι μόνο στην Παταγονία (την Νότια Αργεντινή δηλαδή), αλλά και πιο νότια ακόμα, στο νησί της Γης του Πυρός (Tierra de la Fuego), που στο λεξικό των απανταχού ταξιδευτών αντιστοιχεί με «Το Τέλος του Κόσμου».
Ταξίδι από το τέλος του κόσμου
Από αυτό το νησί, που εκλαμβάνεται ως το νοτιότερο κατοικήσιμο γεωγραφικό σημείο της αμερικανικής ηπείρου -αλλά και του κόσμου όλου- ξεκίνησε η απ’ άκρου σ’ άκρο δίτροχη διάσχιση του Νέου Κόσμου, που έμελλε να ολοκληρωθεί 21.000 χλμ βορειότερα, στη μακρινή Αλάσκα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, χρησιμοποιώντας τον ίδιο οδικό άξονα που μέρες νωρίτερα μας είχε οδηγήσει από το Μπουένος Άιρες στην Ισουάγια, την πρωτεύουσα της Γης του Πυρός. Τα περίπου 3.000 χλμ. προς την αργεντίνικη πρωτεύουσα "βάδισαν" έτσι πάνω στα ήδη γνωστά μονοπάτια της Παταγονικής γης. Αυτό σημαίνει ότι οδηγούσαμε εγκλωβισμένοι μέσα σ’ ένα εκνευριστικά επίπεδο ημιερημικό τοπίο, που χαρακτηριζόταν από τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία χαμηλών ακανθοφόρων θάμνων και σκληρών αγρωστοειδών.
Αντίθετα η χλωρίδα της κεντρικής Αργεντινής, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά τις απέραντες χορτολιβαδικές εκτάσεις, τις γνωστές πάμπας.
Οι πόλεις που μας φιλοξένησαν στον δρόμο προς το Μπουένος Άιρες, υπήρξαν οι πολύτιμοι συνδετικοί κρίκοι στην οδική «αλυσίδα» της National Routa 3, του μοναχικού αυτοκινητόδρομου της Παταγονίας. Στο κομπολόι που σχηματίζουν στον χάρτη, διαβάζεις ονόματα όπως Ushuaia, Rio Gallegos, San Julian, Camodoro, Rivaclavia, Rawson, Bahia Blanca. Είναι όλες πόλεις παραλιακές, άλλες μικρές, άλλες μεγάλες, όλες όμως απόλυτα τετραγωνισμένες (όπως άλλωστε οι περισσότερες της χώρας), οι οποίες ξεκίνησαν τη ζωή τους σαν ψαροχώρια, για να μετεξελιχθούν σε σημαντικούς αστικούς πυρήνες πάνω στο κορμί της Παταγονίας. Η νοτιότερη επαρχία της Αργεντινής, αν και διαθέτει αξιοσημείωτους φυσικούς πόρους, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών και της τρομερής αστυφιλίας που μαστίζει τη χώρα, είναι από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη, με πληθυσμιακή πυκνότητα μόλις έναν κάτοικο ανά τετρ. χλμ.
Ωστόσο, αυτό που σημάδεψε τη διάσχιση της Παταγονίας ήταν ένα κύμα κακοκαιρίας που μας καταδίωκε ανελέητα, επιδιώκοντας -και καταφέρνοντας τελικά- να μας σαβανώσει με ένα φοβερό κύμα ψύχους. Το παγωμένο κυνηγητό ξεκίνησε αμέσως μόλις περάσαμε τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Ο αρκτικός αγέρας που καθημερινά μαστίγωνε αλύπητα τα κράνη μας, έφερνε όλο και πιο πολλές νιφάδες χιονιού, σηματοδοτώντας τον τρόπο την έλευση μίας χιονοθύελλας, το μέγεθος της οποίας μας έριξε σε μια κατάσταση μόνιμου τρόμου που θα μας συντρόφευε για τρία μερόνυχτα.
Το στρατιωτικό φυλάκιο
Την πρώτη μέρα, μπροστά στον διαγραφόμενο κίνδυνο της ακινητοποίησης στη μέση του παγωμένου πουθενά, ξεκινήσαμε μία απεγνωσμένη προσπάθεια προσέγγισης ενός στρατιωτικού συνοριακού φυλακίου, 50 χλμ μακριά. Ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας μέσα στην απεραντοσύνη και την ερημιά της παταγονικής γης. Χρειάστηκε να υιοθετηθεί ένας παράτολμος τρόπος οδήγησης πάνω στην μισοπαγωμένη άσφαλτο (που σε πολλά σημεία έδινε τη θέση της σε χώμα), ακολουθώντας τα πίσω -δυσδιάκριτα μέσα στη μαινόμενη χιονοθύελλα- φώτα ενός προπορευόμενου φορτηγού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδυνέψαμε να καρφωθούμε πάνω του ή να πέσουμε από αθέατες αλλαγές του οδοστρώματος.
Η λύτρωση ήρθε με την αμυδρή εμφάνιση των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο βάθος του ορίζοντα. Όπως ήταν αναμενόμενο το φυλάκιο εκτέλεσε χρέη ξενοδοχείου, αφού η κακοκαιρία, το ζεστό φαγητό και τα δύο κρεβάτια που μας παραχωρήθηκαν, απομάκρυναν οποιεσδήποτε σκέψεις για την αυθημερόν συνέχιση της πορείας μας. Αυτό το καταφέραμε μετά από δύο εικοσιτετράωρα, όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν κάπως. Ο λασπωμένος χωματόδρομος μήκους 70 χλμ. δεν αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο στην προσέγγιση της πόλης Rio Gallegas.
Ξέχωρα όμως από το κρύο, τη μοναξιά, τον πάγο και το χιόνι που συντρόφευαν τα εκατοντάδες παταγονικά χιλιόμετρα, ένα πρόσθετος κίνδυνος ήρθε να συμπληρώσει το παζλ των ακραίων καιρικών φαινομένων. Ο δαιμονισμένος αέρας που σε καθημερινή βάση επικρατούσε στις νότιες αυτές εκτάσεις, αφού τίποτε δεν έκοβαν τη δύναμή του από τον Ατλαντικό ως εκεί, μας υποχρέωνε να οδηγούμε στις απέραντες ευθείες του National Routa 3 με κλίση… 30ο μοιρών!
Δέκα μέρες “εκτός”
Αυτή η κατάσταση λίγο έλειψε ωστόσο να αποβεί μοιραία, όχι μόνο για την έκβαση του ταξιδιού αλλά και για την ίδια μας τη σωματική ακεραιότητα. Γιατί ολοκληρώνοντας την προσπέραση μιας προπορευόμενης νταλίκας, δεχτήκαμε ένα ισχυρότατο –λόγω στροβιλισμού– ράπισμα αέρα που οδήγησε στην απώλεια του ελέγχου της μοτοσικλέτας. Έχοντας αρκετά χιλιόμετρα στο κοντέρ (λόγω της προσπέρασης που επιχειρούσαμε) καταλήξαμε στην άλλη μεριά του δρόμου, μέσα σ’ ένα χαντάκι.
Οι διερχόμενοι οδηγοί που σταμάτησαν να βοηθήσουν, απλά μάζεψαν τα κομμάτια μας.
Αλλού οι αποσκευές, αλλού η BMW, αλλού εμείς -ευτυχώς ζωντανοί. Το τελικό κόστος συνοψίστηκε στο αριστερό πόδι του ταλαίπωρου οδηγού - η διάγνωση στο πλησιέστερο νοσοκομείο (130 χλμ μακριά) ήταν διάστρεμμα ποδοκνημικής άρθρωσης. Οι γιατροί συνέστησαν τοποθέτηση σε νάρθηκα και δεκαήμερη ακινητοποίηση!
Ποια ακινητοποίηση; Ποιός νάρθηκας; Τρεις μέρες αργότερα, και ενώ οι μικρές -ευτυχώς– ζημιές στη μοτοσυκλέτα αποκαταστάθηκαν πρόχειρα, ο νάρθηκας πετάχτηκε, παραχωρώντας τη θέση του σ’ ένα …ειδικά διαμορφωμένο αθλητικό παπούτσι, αφού το πόδι μου ήταν τόσο πρησμένο που δεν χωρούσε να μπει στην μπότα.
Με την παραπάνω ελληνική ορθοπεδική λύση, η πορεία προς το Μπουένος Άιρες συνεχίστηκε. Για τις επόμενες ημέρες η Όλγα επωμίστηκε όχι μόνο τον ρόλο της νοσοκόμας και της φυσιοθεραπεύτριας, αλλά και της πατερίτσας. Με το πόδι ουσιαστικά εκτεθειμένο στο ανυπόφορο κρύο, τα χιλιόμετρα αυτά σημαδεύτηκαν από μια προσωπική αντιπαράθεση με τον πόνο, μια δοκιμασία που στάθηκε η αιτία να επιστρατεύσω τα όποια αποθέματα επιμονής και αντοχής διέθετα.
Τελευταίο tango
Κτισμένη στον μυχό του ποταμόκολπου Λα Πλάτα, το Μπουένος Άιρες των 13.000.000 κατοίκων μας ξάφνιασε με το ευρωπαϊκό ύφος του. Η παριζιάνικη φινέτσα, η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα και ένας εκλεπτυσμένος ερωτισμός ξεχειλίζουν σε κάθε γωνιά της πόλης, επιβεβαιώνοντας το χαρακτηρισμό «Παρίσι της Λατινικής Αμερικής». Επιβεβλημένη ήταν φυσικά η επίσκεψή μας σε μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά μνημεία της αποικιοκρατικής περιόδου, όπως τον Καθεδρικό Ναό (18ου αιώνα), τα κυβερνητικά κτήρια, αλλά και την πολύχρωμη συνοικία La Boca.
Και φυσικά, το ελληνικό στοιχείο δεν θα μπορούσε να λείψει από την ατζέντα μας. Στα γραφεία της ελληνικής κοινότητας του Μπουένος Άιρες γνωρίσαμε τους ανθρώπους που διοικούν την ελληνική παροικία, η οποία αριθμεί περί τους 65.000 Έλληνες, δεύτερης και τρίτης γενιάς Αργεντινούς.
Μόλις 1.200 χλμ δυτικά του Μπουένος Άιρες δέσποζε η Κορδιλιέρα των Άνδεων, η μεγαλύτερη οροσειρά στον κόσμο. Ψηλή και κατάλευκη, όρθωνε το μεγαλοπρεπές ανάστημά της, σαν να ήθελε να εμποδίσει τη μετάβασή μας στη Χιλή. Η ορεινή υπέρβαση θα γινόταν μέσω του ορεινού περάσματος Μεντόζα, του μοναδικού ασφάλτινου δρόμου που συνδέει τις δύο χώρες (σε ύψος 3.820μ.), κάτω ακριβώς από τη σκιά της υψηλότερης κορυφής των Άνδεων, της Αγονκάγουα (6.959 μ.). Οι Άνδεις αποτελούν τα πολιτικά, αλλά και τα φυσικά σύνορα ανάμεσα στην Χιλή και την Αργεντινή, εκτελώντας και χρέη βασικού κλιματολογικού ρυθμιστή για όλη τη Νότια Αμερική.
Η προσέγγιση του ορεινού περάσματος έγινε με εξαιρετικά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, γεγονός που μας δημιούργησε ένα αίσθημα ευφορίας. Οι τηλεοπτικές εικόνες που παρακολουθούσαμε τις προηγούμενες ημέρες, αφορούσαν στη χειρότερη κακοκαιρία των τελευταίων 50 ετών για την Αργεντινή. Οι χιονοπτώσεις που είχαν προηγηθεί, ήταν υπεύθυνες για τον εγκλωβισμό περισσοτέρων από 60 φορτηγών και 100 επιβατικών αυτοκινήτων κατά μήκος του συνοριακού περάματος.
Ευτυχώς, είχαμε τύχη… βουνό! Το πέρασμα είχε δοθεί στην κυκλοφορία μόλις το προηγούμενο μεσημέρι, ενώ ο δρόμος που οδηγούσε στη Χιλή ψηφίστηκε ομόφωνα ως μια από τις πιο συγκλονιστικές ορεινές διαδρομές που έχουμε γνωρίσει.
Ένα άγονο, επιβλητικό ορεινό τοπίο, χωρίς την παρουσία δασικού μανδύα, συνόδευσε την ανάβαση προς το συνοριακό πέρασμα των 3.820 μ., όπου το χιόνι είχε φροντίσει να στήσει ένα κατάλευκο εορταστικό ντεκόρ. Το θέαμα πραγματικά μας απογείωσε συναισθηματικά.
Η Ρώμη των Ινδιών
Και ενώ οι Άνδεις μάς αποκαλύπτονταν σε όλο τους το μεγαλείο, το τούνελ Libertadore φρόντισε για την είσοδό μας στην Χιλή, τη δεύτερη χώρα του οδοιπορικού μας. Έχοντας ένα ασυνήθιστο και εντυπωσιακό γεωγραφικό σχήμα, σαν μακρόστενη λεπίδα γης, η Χιλή μοιάζει να στριμώχνεται ανάμεσα στις Άνδεις και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το μήκος της, 4.200 χλμ, είναι είκοσι φορές μεγαλύτερο από το πλάτος της, αγγίζοντας το 1/10 της περιμέτρου της γήινης σφαίρας. Η Κορδιλιέρα των Άνδεων που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, καθορίζει με απόλυτη σαφήνεια το έδαφος της. Σ' όλο το χιλιανό του μήκος, το πανύψηλο ορεινό φράγμα φιλοξενεί μερικές από τις πιο ψηλές κορυφές της Γης, μετά από κείνες των Ιμαλαΐων (Λιουλιαλιάνκο 6.723μ., Σιέρα Μποέτα 6.872 μ.).
Έχοντας ολοκληρώσει την υπέρβαση των Άνδεων, το Σαντιάγκο, απλωμένο στους δυτικούς πρόποδες των Άνδεων, μας υποδέχτηκε φωταγωγημένο, μια και ο ήλιος είχε προ πολλού βυθιστεί στον Ειρηνικό. Στις τρεις ημέρες που ακολούθησαν, περιπλανηθήκαμε κατά το πλείστον στο ιστορικό κέντρο της χιλιανής πρωτεύουσας. Αν και ιδρύθηκε το 1541, το Σαντιάγκο αναπτύχθηκε ουσιαστικά, μετά την ανεξαρτησία της χώρας (1821). Το κέντρο της πόλης, που εκτείνεται με το ρυμοτομικό σχέδιο των κουάδρος, είναι γεμάτο με πάρκα και μεγάλες λεωφόρους, προσδίδοντας μια ευχάριστη εντύπωση στον επισκέπτη.
Το Σαντιάγκο, ωστόσο, δεν χαρακτηρίζεται από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του Μπουένος Άιρες. Αντίθετα, στα μάτια μας εμφανίστηκε σαν μια συντηρητική -σε ατμόσφαιρα και ύφος- λατινοαμερικάνικη πρωτεύουσα, στην οποία ο ισπανικός αποικισμός έχει ασκήσει έντονη επίδραση σε όλο το φάσμα της κοινωνικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής. Καταλυτική ήταν επίσης και η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας. Τρανή απόδειξη αποτελούσε φυσικά ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών που κοσμούσαν την πόλη – εξού και ο χαρακτηρισμός του Σαντιάγκο ως η «Ρώμη των Ινδιών»! Όσες εκκλησίες απέμειναν (λόγω των αλλεπάλληλων σεισμών) ήταν κλασικό-μπαρόκ αρχιτεκτονικής, με σημαντικότερες τον Άγιο Φραγκίσκο, τον Άγιο Δομίνικο και τον Καθεδρικό ναό.
Η έρημος Ατακάμα
Η έρημος Ατακάμα που εκτεινόταν σε όλη τη βόρεια Χιλή ήταν ο αμέσως επόμενος αντίπαλος που έριξε στις ρόδες μας η νοτιοαμερικάνικη φύση, στην πορεία μας προς την περουβιανή μεθόριο. Η νεκρή γη της Ατακάμα δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της χιλιανής πρωτεύουσας. Για τρεις συνεχόμενες ημέρες (και για μια απόσταση 2.500 χλμ.) αποτέλεσε το φυσικό μοτίβο μέσα στο οποίο μοτοσικλέτα και αναβάτες έδωσαν την προσωπική τους μάχη διατρέχοντας μια απόκοσμη διαδρομή, που αποτελούσε κράμα υπνωτικών ευθειών και μοναξιάς.
Μοναδικό παρήγορο στοιχείο στην αντιπαράθεση με την Ατακάμα, υπήρξαν οι χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν (12ο-15ο C) και η πολύ καλή κατάσταση του δρόμου - που υστερούσε όμως σημαντικά σε στοιχειώδεις εξυπηρετήσεις. Ακόμα και ο ανεφοδιασμός καυσίμων απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, αφού στη βόρεια Ατακάμα υπήρξαν αποστάσεις ανάμεσα σε πρατήρια καυσίμων που άγγιζαν τα 300 χλμ. Ενδιάμεσα, ούτε… ραδίκι.
Ταξιδεύοντας ωστόσο στη Βόρεια Χιλή, είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τους απόγονους των ντόπιων προκολομβιανών πληθυσμών. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα, όπου το λευκό στοιχείο υπερτερούσε αριθμητικά, στην Βόρεια Χιλή η παρουσία των γηγενών με τα ιδιαίτερα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά ήταν αρκετά έντονη. Η εγκατάσταση στην περιοχή των αυτοχθόνων Ινδιάνων της φυλής των Αρκακουάνων χρονολογείται πριν την αυτοκρατορία των Ίνκας (13ο αιώνα). Τότε έφταναν τις 2.000.000 ψυχές. Σήμερα δεν ξεπερνούν τις 150.000–200.000, αφού και αυτοί είχαν την ίδια σκληρή μοίρα με τους υπολοίπους Ινδιάνικους πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής. Μετά την ισπανική εισβολή, ακολούθησε η εξόντωση...
Από την Άσπρη Πόλη στην Λίμα
Αμέσως μετά την είσοδό μας στο Νότιο Περού, η έρημος Ατακάμα που μας συνόδευε σε όλη την Βόρεια Χιλή σταδιακά παραχώρησε τη θέση της στον γιγάντιο όγκο των Άνδεων, που αποκτούσαν πρωταγωνιστικό πλέον ρόλο στο οδικό μας πρόγραμμα! Πως όμως μεταφράζονταν αυτός ο χαρακτηρισμός στην πράξη; Σήμαινε την ύπαρξη ενός οδικού άξονα ιδιαίτερα «στριφτερός» και ανηφορικός, καθώς ακολουθούσε πιστά το ανάγλυφο της χώρας, το οποίο καθορίζεται από την καταλυτική παρουσία των Άνδεων.
Οι πόλεις Αρεκίμπα και Νάσκα είχαν σημειωθεί πάνω στον χάρτη ως οι πρώτοι περουβιανοί σταθμοί που θα μας φιλοξενούσαν καθοδόν για τη Λίμα. Υπεύθυνη για την άφιξη μας στην περουβιανή πρωτεύουσα, η Παναμερικανική Οδός (Panamerican Route). Ένας οδικός άξονας που μας είχε «αναλάβει» από το Μπουένος Άιρες και θα φρόντιζε για την μετάβαση μας έως τις Η.Π.Α. (στο Λος Άντζελες), εκεί όπου τελειώνει - ή αντιστρόφως αρχίζει. Η Panamerican Route (όπως δηλώνει και η ονομασία της) διατρέχει όλη την αμερικάνικη ήπειρο, ενώνοντας την Βόρειο με την Νότιο Αμερική.
Στους πρόποδες του χιονισμένου ηφαιστείου Misti, σε υψόμετρο 2.850 μ, απλωνόταν η Αρεκίμπα. Είναι γνωστή και ως «Άσπρη Πόλη», αφού μεγάλο τμήμα της είναι κτισμένο από «σιλάρ» την άσπρη ηφαιστειακή πέτρα που αφθονεί στη γύρω περιοχή. Χάρη στα εντυπωσιακά μνημειακά συγκροτήματα που την κοσμούσαν, η Αρεκίμπα απέπνεε μια αποικιακή ατμόσφαιρα που μας χάρισε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Δυστυχώς, πολλά κτίσματα που αναφέρονταν σ’ εκείνη την χρονική περίοδο έχουν καταστραφεί, μια και η ευρύτερη περιοχή των Άνδεων συνταράσσεται συχνά από ισχυρούς σεισμούς !
Μόλις 765 χλμ. χώριζαν την Αρεκίμπα από την Λίμα. Δίχως τίποτα το συνταρακτικό να συμβεί καθοδόν, η πρωτεύουσα του Περού μας υποδέχτηκε την 34η ημέρα του ταξιδιού μας. Η περουβιανή μεγαλούπολη, που ιδρύθηκε το 1535 από τον Ισπανό Πιζάρο και αποτέλεσε για 2,5 αιώνες την πρωτεύουσα της Αντιβασιλείας του Περού, αριθμεί σήμερα περί τους 8.000.000 κατοίκους, φιλοξενώντας το 1/3 του συνολικού πληθυσμού του Περού. Πρόκειται για μια κλασσική θορυβώδης λατινοαμερικάνικη πόλη ακραίων αντιθέσεων, όπου η πλήρης εξαθλίωση και η ανέχεια των πολλών συνυπάρχουν με τον πλούτο και την ευημερία των λίγων.
Διαφορετικά επίπεδα ζωής
Άλλωστε, οι ανισότητες του επιπέδου ζωής που διακρίναμε στην Λίμα –και κατ’ επέκταση σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Λατινικής Αμερικής– εκδηλώνονταν με τις δραματικές αντιθέσεις που προβάλλονταν ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές συνοικίες της πόλης. Ολόκληρες συνοικίες (τενεκεδουπόλεις) με άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη, χωρίς ηλεκτρικό και νερό, φιλοξενούσαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βίωνε κάτω από απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης και έσχατης ένδειας. Αντίθετα, τα παραλιακά προάστια Miraflore και Barronco φρόντισαν να μας προσφέρουν την κοσμοπολίτικη πλευρά της Λίμα. Και φυσικά ο βαθμός επικινδυνότητας στους δρόμους της πρωτεύουσας ήταν αρκετά αυξημένος, κρίνοντας από τις δύο αποτυχημένες απόπειρες κλοπής της φωτογραφικής μηχανής που μας έγιναν μέρα μεσημέρι στο κέντρο της παλιάς πόλης.
Παρόλο αυτά, βρήκαμε το κουράγιο να περιηγηθούμε στους δρόμους της Λίμα και να επισκεφθούμε τις πιο αξιόλογες αρχιτεκτονικές μαρτυρίες της αποικιακής εποχής. Οι περισσότερες βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στο παλιό κέντρο της πόλης - στα όρια των δύο κεντρικών πλατειών Plaza San Martin και Plaza des Armas. Η δεύτερη πλατεία, που θεωρείται η καρδιά της πόλης, φιλοξενεί το Κυβερνητικό Παλάτι, τον Καθεδρικό ναό με τον τάφο του Πιζάρο και το ναό του Αγίου Φραγκίσκου με τις κατακόμβες.
Τροπική αγκαλιά
«Panamerican Norte». Αυτήν την πινακίδα αναζητούσαμε απεγνωσμένα εκείνο το πρωινό, προκειμένου να οδηγηθούμε στην βόρεια έξοδο της Λίμα, με κατεύθυνση τον γεωγραφικό βορρά της χώρας. Στη Λίμα που αφήναμε πίσω μας, η BMW είχε απολαύσει ένα μικρό σέρβις, που περιλάμβανε αλλαγή λαδιών και φίλτρου λαδιού, ρύθμιση βαλβίδων και καθαρισμό φίλτρου αέρος. Η αντικατάσταση του πίσω ελαστικού είχε γίνει στο Σαντιάγκο της Χιλής, αφού το προηγούμενο άντεξε μόνο 8.000 χλμ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, η επόμενη αλλαγή ελαστικών θα γινόταν στις Η.Π.Α., με ταυτόχρονη αλλαγή γραναζιών και αλυσίδας.
Οι ίδιες κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες μ’ αυτές που επικρατούσαν στο Νότιο Περού συνόδευσαν και την πορεία μας στα βόρεια της χώρας - σχεδόν έως τα σύνορα του Ισημερινού. Εκεί, η αλλαγή της χλωρίδας που τόσο ανυπόμονα περιμέναμε τελικά πραγματοποιήθηκε, προετοιμάζοντάς μας για τον οργασμό της τροπικής φύσης που θα ακολουθούσε μετά το πέρασμα της συνοριακής μεθορίου.
Χρονικά ανώδυνες συνοριακές διατυπώσεις εκατέρωθεν των συνόρων και ...«Welcome to Equador». Η παρουσία μας στον Ισημερινό ήταν μια απτή, αλλά κατά τα άλλα, υγρή πραγματικότητα, αφού ο βαρυφορτωμένος ουρανός θεώρησε φρόνιμο ν’ αφήσει μέρος του φορτίου του πάνω μας. Αναμενόμενες ωστόσο κλιματολογικές συνθήκες, ανάλογες μιας χώρας που διασχίζεται από τη νοητή γεωγραφική γραμμή του Ισημερινού και έχει να επιδείξει ένα τροπικό κλίμα με ελάχιστες εποχιακές θερμοκρασιακές μεταβολές και άφθονες βροχές κυρίως την υγρή περίοδο.
Η προσέγγιση του Κίτο με μοτοσικλέτα αποδείχθηκε μια αρκετά κουραστική υπόθεση, όχι μόνο λόγω της κακής κατάστασης του οδικού άξονα, αλλά λόγω κυρίως της δυσλειτουργίας του κινητήρα, πρόβλημα που οφειλόταν στην μερική έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομέτρου. Η παρουσία άλλωστε των Άνδεων είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό των γεωλογικών χαρακτηριστικών και του Ισημερινού, ενώ στα γεωγραφικά του όρια φιλοξενούνται 30 περίπου ηφαίστεια, με εντυπωσιακότερο το Κοτοπάξι (5.896μ.), το υψηλότερο εν ενεργεία ηφαίστειο της γης. Η πρωτεύουσα Κίτο, κτισμένη σε ύψος 2.850 μ., μέσα σε μια γόνιμη κοιλάδα των καταπράσινων Άνδεων, είναι η δεύτερη σε υψόμετρο πρωτεύουσα παγκοσμίως – μετά την La Paz της Βολιβίας.
Στο Κίτο και στους Ίνκας
Το Κίτο ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τους Ίνκας για να περάσει το 1533 στους Ισπανούς και τελικά το 1830 αναγορεύτηκε σε πρωτεύουσα του σύγχρονου Ισημερινού. Πόλη με πλούσια πολιτιστική παρακαταθήκη, διατηρούσε έντονα τα ίχνη της αποικιακής περιόδου. Μεγάλο τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης, λόγω των αρχιτεκτονικών θησαυρών που διαθέτει, ώθησε το 1978 την UNESCO να εντάξει το Κίτο στην λίστα των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Με την πυξίδα μας να δείχνει τον βορρά της χώρας, αρχίσαμε εκείνο το πρωινό να σκαρφαλώνουμε στις καταπράσινες βουνοπλαγιές των Άνδεων με κατεύθυνση την συνοριακή μεθόριο με την Κολομβία. Ξέραμε ότι τώρα ξεκινούσαν τα δύσκολα – ή μάλλον τα επικίνδυνα…Προορισμός μας η Κολομβία, the cocaine-country…
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/ameriki/item/4141-trans-american-crossing-1o-meros-apo-ti-gi-tou-pyrros-stin-alaska#sigProIdf1fe5446d2
Συνεχίζεται....