1ο μέρος
2ο μέρος
3ο μέρος
4ο μέρος
5ο μέρος
Αποχαιρετήσαμε πρωί πρωί το Σαν Κριστομπάλ ντε λας Κάσας και το υψόμετρο των 2500 μέτρων για να πάμε στα πεδινά με στόχο τον περίφημο αρχαιολογικό χώρο του Palenque, πάλι στον νομό των Τσιάπας.Αποχαιρετήσαμε πρωί πρωί το Σαν Κριστομπάλ ντε λας Κάσας και το υψόμετρο των 2500 μέτρων για να πάμε στα πεδινά με στόχο τον περίφημο αρχαιολογικό χώρο του Palenque, πάλι στον νομό των Τσιάπας.
Εγκλιματσιμός
Ανεβαίνεις για να κατέβεις. Στενός ο δρόμος και γεμάτος στροφές. Αφήνουμε τα πεύκα και τα έλατα πίσω μας και πλέον ο καθρέφτης της Gorda χαϊδεύει τα μπανανόφυλλα. Είναι Κυριακή και δέκα ινδιάνες πολύχρωμα ντυμένες κατεβαίνουν από τον λόφο της εκκλησίας. Δεξιά ο τυρκουάζ ποταμός Μάγιατσικο. Οι ταμπέλες του δρόμου καλυμμένες με γκράφιτι και συνθήματα του ELZN. Μπροστά τα καταπράσινα άγρια βουνά των Τσιάπας. Δυσκολεύομαι να σταματήσω να τα κοιτάζω και να σηκώσω το stand. Τη φύση την διακόπτουν μικρά χωριά με topes, άναρχα φτιαγμένα. Σ’ αυτά προφανώς κατεβαίνουν ινδιάνοι από τα ορεινά χωριά για να πουλήσουν ό,τι φτιάχνουν με τα χέρια τους. Μερικά είναι γεμάτα από τοιχογραφίες του Εμιλιάνο Ζαπάτα και του Μάρκος. Το ορεινό ημιτροπικό δάσος τελειώνει και σταματάμε να το απολαύσουμε λίγο ακόμη. Από μια αποθήκη ακούγεται ένα μείγμα εκκλησιαστικής μουσικής και μπλουζ. Είναι η εκκλησία του Χριστού. Η αποθήκη γεμάτη ντόπιους που τραγουδώντας υμνούν τον Χριστό. Τρία πιτσιρίκια που προφανώς βαριούνται τη διαδικασία, αναλαμβάνουν να φυλάξουν τη μηχανή για είκοσι πέσος. Φεύγοντας δεν βάζω καν μπρος τη μηχανή, θέλω να διασχίσω την κατηφόρα με τον ήχο στ’ αυτιά μου. Τα γύρω βουνά συνεχίζουν να στέλνουν τη μουσική για μερικές εκατοντάδες μέτρα.
Μολονότι η χιλιομετρική απόσταση που έχουμε να καλύψουμε δεν είναι μεγάλη, η διαδρομή ήταν δύσκολη. Λες και έπρεπε να πληρώσεις με τίμημα τη σωματική σου κούραση και τις τεταμένες αισθήσεις προς αποφυγήν τρακαρίσματος, πριν ο τόπος σου επιτρέψει να μυηθείς στην μαγεία του. Σ’ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της διαδρομής το οδόστρωμα απουσίαζε και στη θέση του ήταν μεγάλες τρύπες που ουσιαστικά εξαφάνιζαν τη λωρίδα που αναλογούσε στο ρεύμα που οδηγούσες και σε προέτρεπαν να μπεις στο αντίθετο, αν δεν ήθελες να σε ρουφήξει η τρύπα. Ανεβοκατέβαινες βουνά, κάποιες στιγμές βρισκόσουν στο πουθενά, και το τοπίο άρχιζε να παίρνει το χρώμα και τη μυρωδιά του τροπικού κλίματος. Μπανανιές, κοκοφοίνικες και υγρή ζέστη.
Palenque: ζούγκλα-πυραμίδες και απρόσμενες συναντήσεις
Ήταν λίγο πριν από το σούρουπο όταν φτάσαμε στα περίχωρα του Παλένκε και είχαμε δύο επιλογές, ή να πάμε προς την πόλη του Παλένκε ή προς τα Ruinas de Palenque, δηλαδή στον αρχαιολογικό χώρο. Σκέφτηκα για άλλη μια φορά πόσο διαφορετικά παρουσιάζονται οι αρχαιολογικοί χώροι στην ελληνική γλώσσα και την ισπανική. Στη δική μας γλώσσα μιλάμε για μνημεία, στην ισπανική χρησιμοποιούν τη λέξη «ερείπια» ή «απομεινάρια», «ruinas»! Τελείως διαφορετική η δόνηση που εκπέμπουν αυτές οι δύο λέξεις…
Κατευθυνθήκαμε προς τον αρχαιολογικό χώρο όπου στα πέριξ του υπήρχαν καταλύματα.
Διαλέξαμε για να μείνουμε το El Panchan που ήταν αποκάλυψη. Αφού περνούσες από το εστιατόριο του Don Pancho, ένα από τα λίγα της περιοχής, μικρά φιδωτά δρομάκια που διέκοπταν την πυκνή βλάστηση της ζούγκλας σε οδηγούσαν σε ξυλόσπιτα με ισόγειο, πρώτο όροφο και μια μικρή βεράντα. Όλη η εικόνα ήταν απολύτως εξωτική! Από στιγμή σε στιγμή περίμενα να εμφανιστεί ο Ταρζάν ξυπνώντας τις μνήμες των παιδικών μου χρόνων!
Η ζούγκλα από μόνη της είναι απολύτως εντυπωσιακή αλλά το νόημά της και η πραγματική αίσθησή της ήρθε όταν σκοτείνιασε για τα καλά. Η ησυχία του γέρματος που μια στο τόσο διακοπτόταν από το τραγούδι κάποιου άγνωστου πουλιού, αντικαταστάθηκε τη νύχτα από άγριους ήχους ζώων που σε έκαναν να ανατριχιάζεις. Ο φόβος αφήνει την φαντασία ελεύθερη να κάνει τρελά σενάρια και μπρος από τα μάτια μου πέρασε όλη η άγρια πανίδα, λιοντάρια που δεν υπάρχουν στο Μεξικό, τζάγκουαρ που υπάρχουν, τίγρεις και ύαινες και πάει λέγοντας… Αν δεν ήταν η πείνα που κυριαρχούσε και σε καλούσε να πας στον Don Pancho με το σκεπτικό ή θα φάω ή θα με φάνε, δεν ξέρω αν θα έβγαινα από το δωμάτιο. Μάθαμε ότι αυτοί οι απόκοσμοι ήχοι ήταν οι κραυγές κυριαρχίας των πιθήκων Monos που δεν έχουν κανένα σοβαρό λόγο να έρθουν να σου την πέσουν νυχτιάτικα. Δύσκολο να συνδέσεις αυτούς τους ήχους με αυτά, τα κατά τ’ άλλα, συμπαθητικά ζωάκια.
Γνωριμία με... πρωτεύοντα θηλαστικά
Δεν άργησε η μέρα που ήρθαμε ενώπιος ενωπίω με έναν πίθηκο monos. Το πρώτο πρωινό που πίναμε καφέ στα σκαλιά της βεράντας μας, γνωρίσαμε έναν ινδιάνο Μάγιας που εργαζόταν στο El Panchan. Πράγματι ως Μάγιας αυτοπροσδιορίζονται οι ινδιάνοι της περιοχής που μιλούν τη δική τους διάλεκτο, και όταν είδα την προσωπογραφία του , ενός από τους σπουδαίους ηγέτες του Παλένκε, αναγνώρισα την ομοιότητα στο πρόσωπο του Fernando.
Την ίδια δυνατή, γαμψή μύτη και τα λοξά μάτια. Μας μίλησε για τους πιθήκους και τα βραδινά ουρλιαχτά τους αλλά κυρίως για τον Pancho, τον πίθηκο που τον επισκεπτόταν συχνά στο δικό του αντίστοιχο δωμάτιο για να φάει.Το βλέμμα του Φερνάντο όταν μιλούσε για τα ζώα χανόταν στη ζούγκλα και ατένιζε με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο που με έκανε να καταλάβω ότι η σύνδεσή του με τον περιβάλλοντα χώρο είχε κάτι το μυστικιστικό. Μόνο τυχαίο δεν μου φάνηκε που ο Πάντσο είχε διαλέξει εκείνον μόνο από τους ανθρώπους για να επισκέπτεται.
Επιβεβαιώθηκα όταν λίγες μέρες αργότερα, πάλι την ώρα του καφέ, ήρθε να μας φωνάξει για να τον δούμε!!! Πήγαμε μαζί του ως το σπίτι του, λίγο παρακάτω από το δικό μας, κι ο Φερνάντο σήκωσε το κεφάλι ψηλά προς τα δέντρα με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Ακολουθώντας τη ματιά του είδαμε τον Πάντσο κρεμασμένο από την ουρά που λειτουργεί σαν άλλο χέρι από ένα κλαδί. Ένιωσα ότι οι δυο τους επικοινωνούσαν σιωπηλά και ότι στη διερευνητική ματιά του Πάντσο που έμοιαζε να αναρωτιέται αν είναι ασφαλής να κατέβει παρουσία επισκεπτών, ο Φερνάντο του απάντησε με το βλέμμα καταφατικά.
Ο Πάντσο κατέβηκε περνώντας με χαρακτηριστική άνεση από κλαδί σε κλαδί πάνω από τα κεφάλια μας και κατέληξε στη βεράντα του Φερνάντο όπου τον περίμενε το γάλα του. Το ήπιε και κάθισε στη βεράντα να μας κοιτάζει. Εκείνη την ώρα δύο κοπέλες έφτασαν κοντά μας και άρχισαν να φωνάζουν όλο χαρά «Αχ ο Πάντο, ο Πάντσο» και η μία τον φώναξε κουνώντας επιδεικτικά τις μπανάνες που είχε στο χέρι της. Ο Πάντσο κατέβηκε πήγε κοντά της και εκείνη άρχισε να του δίνει μπανάνες που τις ξεφλούδιζε και τις έτρωγε. Ακολούθησαν κρακεράκια από τα χέρια του Γιώργου. Όμως ο Πάντσο που μάλλον δεν γούσταρε να τον αντιμετωπίζουν ως κατοικίδιο, έριξε μια δαγκωνιά και στην κοπέλα και στον Γιώργο ενώ από εμένα, που τον κοιτούσα με δέος χωρίς να τον πλησιάζω, πέρασε ξυστά από δίπλα μου τρέχοντας στο έδαφος χωρίς να με πειράξει… Προς μεγάλη μας έκπληξη έφυγε τρέχοντας προς τη βεράντα μας όπου έφαγε τα υπόλοιπα κράκερς και ήπιε μονορούφι όσο καφέ είχε απομείνει στο ποτήρι μου.
Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Μπήκε στο δωμάτιο από τη μισάνοιχτη πόρτα και πήρε το αθλητικό μου παπούτσι στο στόμα του με σκοπό, μάλλον, να το πάρει μαζί του ως λάφυρο. Ποιος ξέρει ίσως και εκείνος να ήθελε να διηγηθεί στην παρέα του την πρωινή του περιπέτεια και να χρειαζόταν ένα αποδεικτικό στοιχείο! Πάντως, με τα χίλια ζόρια γλίτωσε το παπούτσι μου από τα δόντια του. Αυτή ήταν η γνωριμία με τον Πάντσο που θα μείνει αξέχαστη!
Έλληνες... παντού!
Ένα άλλο πρωινό που πίναμε καφέ και ρεμβάζαμε τη ζούγκλα, σταμάτησε ένα ζευγάρι μπροστά στη σκάλα μας και μιλώντας αγγλικά ρώτησε αν γνωρίζουμε πού θα ρωτήσουν για δωμάτια. Η προφορά των αγγλικών μου ακούστηκε οικεία, είχε αυτόν τον επιτονισμό που χαρακτηρίζει τους Έλληνες όταν μιλάνε αγγλικά. Είπα να τα παίξω όλα για όλα και να απαντήσω ελληνικά αντί αγγλικά. Το πολύ-πολύ να μου απαντούσαν «it’s all Greek to me» και να ήταν μισή ντροπή δική μου και μισή δική τους. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια, με κοιτούσε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του και ταυτόχρονα γύρισε προς τη γυναίκα του ζητώντας επιβεβαίωση ότι κι εκείνη άκουσε ελληνικά. Την πατήσανε σαν και μένα στο Σαν Κριστομπάλ που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συναντούσα Έλληνες!
Ο Κώστας και η Αναστασία από τη Θεσσαλονίκη είχαν μόλις μία εβδομάδα διακοπών που θα τη μοίραζαν μεταξύ του Παλένκε και της Tulum, γνωστού θέρετρου στην Καραϊβική του Μεξικού. Το νεαρό ζευγάρι προτού αποκτήσει παιδιά, ταξίδευε συχνά σε εξωτικούς προορισμούς και τώρα, παρά το μικρό διάστημα για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, άδραξαν την ευκαιρία ν’ αναπληρώσουν τον «χαμένο χρόνο». Ήταν και οι δύο έξω καρδιά και πάρα πολύ γελάσαμε όλοι μαζί, κυρίως τις φορές που διαφωνούσαν γιατί ο Κώστας ήθελε να κάνει όσα περισσότερα χιλιόμετρα μπορούσε σε μια εβδομάδα ενώ η Αναστασία να πάνε στην παραλία να ξεκουραστούν. Πραγματικά μεγάλη χαρά που τους γνωρίσαμε!"
Οι γνωριμίες δεν σταμάτησαν στους Έλληνες φίλους. Μια μέρα είδαμε παρκαρισμένες στο χώρο στάθμευσης του Ελ Παντσάμ δύο μηχανές BMW με πινακίδες που δεν ήταν μεξικανικές. Δεν ήταν δύσκολο να βρούμε τους κατόχους των μηχανών μιας και όλοι κάθονταν για καφέ ή φαγητό στο εστιατόριο του Ντον Πάντσο. Πράγματι με μια μικρή διερεύνηση ανακαλύψαμε ένα ζευγάρι που δίπλα στις καρέκλες τους βρίσκονταν τα κράνη τους. Ήταν η Neake και ο Paul από την Αυστραλία. Είχαν αυτό το ροδαλό χρώμα που έχουν συχνά οι ξένοι και που κάνει την ηλικία τους απροσδιόριστη, γι' αυτό και ξαφνιάστηκα όταν είπαν ότι είναι συνταξιούχοι. Δεν ξέρω πότε συνταξιοδοτούνται στην Αυστραλία αλλά σίγουρα δεν ήταν 65 χρονών, όπως θα ήταν ένα αντίστοιχο ζευγάρι Ελλήνων...{slide}
Mε παρέα είναι πιο ωραία!
Ο Πωλ ήταν ο μηχανόβιος της παρέας τους μέχρι που η Νίκη αποφάσισε ότι δεν ήθελε να είναι άλλο συνοδηγός και πήρε τη δική της μηχανή και αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι με δύο μηχανές! Είχαν ήδη περάσει από τον Καναδά και την Αμερική, πέρασαν στο Μεξικό και τη Μπάχα Καλιφόρνια, διέσχισαν το κεντρικό Μεξικό και βρέθηκαν στο Παλένκε. Θα συνέχιζαν για λίγες μέρες στην Κούβα χωρίς τις μηχανές τους και μετά την επιστροφή τους στο Παλένκε θα ξεκινούσαν για τη Νότια Αμερική. Είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους και την άνεση να στέκονται όσο θέλουν σε κάθε τόπο! Τους δώσαμε αυτοκόλλητα του World around the World, κι εκείνοι του δικού τους πρότζεκτ που το είχαν ονομάσει “Two bikes, one dream”. Φυσικά δεν μείναμε μόνο στις συστάσεις αλλά κανονίστηκε και βόλτα στους καταρράκτες Agua Azul για την επόμενη ημέρα που βρίσκονταν σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από το Παλένκε και αποτελούσαν έναν από τους προορισμούς που διαφημίζονταν στην περιοχή.
Η Νίκη άφησε τη δική της μηχανή και έγινε πάλι συνοδηγός του Πωλ κι έτσι εγώ αφενός δεν ζήλεψα που δεν είχα δική μου μηχανή, αφετέρου οι γυναίκες μπήκαν στη σωστή τους θέση... Η διαδρομή ως τους καταρράκτες ήταν δύσκολη αλλά μαγευτική! Πλήρωνες εισιτήριο για να μπεις στους καταρράκτες και το σκηνικό ήταν πια γνωστό, αντίστοιχο με κάθε τουριστικό σημείο του Μεξικού. Πάγκοι στημένοι με μικροπωλητές κάθε λογής, εστιατόρια υπαίθρια το ένα δίπλα στο άλλο με έναν “κράχτη” που απαριθμούσε σαν να έλεγε ποίημα τα φαγητά που προσφέρονταν, και άνθρωποι που σε πλησίαζαν για να σου πουλήσουν ένα σομπρέρο ή ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Καταρράκτες και Παλένκε
Το σκηνικό δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου. Το Agua Azul που κάλυπτε μεγάλη έκταση περιτριγυρισμένη από ζούγκλα, δεν ήταν ο “κλασικός” καταρράκτης που πέφτει από ψηλά, και δεν ήταν ο καταρράκτης αλλά οι καταρράκτες, κάπου 500 τον αριθμό, που έπεφταν από σχετικά μικρό ύψος αλλά με πολύ δυνατή ορμή μέσα σε γούρνες ή λιμνούλες διαφορετικού μεγέθους και βάθους που σχηματίζονταν στ' ανοίγματα των βράχων. Azul στα ισπανικά σημαίνει μπλε, αλλά το μπλε του νερού δεν είναι πουθενά το ίδιο. Άλλο το μπλε του Αιγαίου κι άλλο της Καραϊβικής, για παράδειγμα. Έτσι και το “Μπλε Νερό” αυτών των καταρρακτών ήταν περισσότερο τυρκουάζ, σαν το χρώμα κάποιων παραλιών του Ιονίου, και ήταν πολύ θελκτικό, ήθελες να βουτήξεις. Κι αυτό, πράγματι, έκαναν πάρα πολλοί άνθρωποι στα σημεία όμως που είχαν ειδική σήμανση για κολύμπι, γιατί αν έμπαινες σε λάθος μέρος η ορμή του νερού μπορεί να σε πέταγε στα βράχια και κάτι τέτοιο δεν το ήθελες.
Δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον Πωλ όταν βγήκαμε από το Άγουα Αζούλ, κάπου δυο ώρες πιο μετά. Βρήκε το πίσω λάστιχο της BMW του σκασμένο. Η άτυχη στιγμή του Πωλ ήταν η τυχερή για έναν πιτσιρικά ινδιάνο γύρω στα 10 που επειδή ήξερε που είναι το κοντινότερο βαλκανιζατέρ, ανέβηκε όλο καμάρι συνοδηγός στη Gorda με μια έκφραση κι ένα χαμόγελο που μαρτυρούσαν ότι αυτή η εμπειρία θα του έμενε αξέχαστη. Μάλιστα όταν επέστρεψαν, ο μικρός πήγε να φωνάξει τον μεγάλο του αδερφό για να του δείξει το κατόρθωμά του αλλά και για να μεσολαβήσει ο ίδιος ώστε να ανέβει και ο αδερφός στη μηχανή. Για αυτά τα παιδιά μια τέτοια εμπειρία ήταν σπάνια γιατί δεν κυκλοφορούν γενικώς μηχανές στο Μεξικό, αλλά και γιατί η Gorda ήταν αξιοπρόσεκτη και επιβλητική από όπου περνούσε και για την ομορφιά της και για τον όγκο που της έδιναν τα πλαϊνά κουτιά της! Η τρόμπα έδωσε αέρα στο λάστιχο αλλά αυτός εξανεμίστηκε μετά από ώρα, το λάστιχο φουσκώθηκε και η Νίκη με τον Πωλ αποφάσισαν να φύγουν νωρίτερα για να πάρουν σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής πριν τους πιάσει η νύχτα και ξεμείνουν από αέρα.
Ωστόσο βρισκόμασταν μια ανάσα από τον αρχαιολογικό τόπο του Παλένκε και ακόμη δεν τον είχαμε επισκεφτεί. Έγινε κι αυτό. Οι Μάγιας εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 100 μ.Χ. και κατά τη βασιλεία του Pakal, του επονομαζόμενου “Πραγματικού Άνδρα”, η πόλη είχε έκταση 20 χιλιομέτρων περίπου, ενώ σήμερα η έκτασή του καταλαμβάνει γύρω στα 8 χιλιόμετρα. Την περίοδο βασιλείας του Πακάλ δημιουργήθηκαν τα περισσότερα κτίσματα που ως χαρακτηριστικό τους έχουν τις οδοντωτές στέγες και τα ανάγλυφα. Σήμερα βλέπει κανείς γκρίζους ναούς αλλά στην πρωτότυπη εκδοχή τους ήταν βαμμένοι κόκκινοι και μπλε.
...και λίγη ιστορία
Ο Kan Bahlam II, διάδοχος του Πακάλ, μεγαλούργησε με την σειρά του δημιουργώντας τα οικοδομήματα που συγκροτούν την Πλατεία των Ναών του Ήλιου με πολύτιμες αφηγηματικές επιγραφές. Η πόλη εγκαταλείφθηκε γύρω στα 1000 μ.Χ. μετά τον θάνατο του Μπαλάμ λόγω επιδρομών από άλλες φυλές.
Πολλά μπορεί να διαβάσει κανείς για το Παλένκε, τους ναούς και τα ανάκτορά του, τις διάφορες φάσεις του πολιτισμού του και τις πλούσιες επιγραφές του που αποτυπώνουν τη διαδοχή των βασιλέων, τη μυθολογία, τα έθιμα και τα τελετουργικά των Μάγιας. Αυτό όμως που εμένα με μάγεψε στον αρχαιολογικό χώρο ήταν δευτερευόντως τα μνημεία. Το γεγονός ότι όλον αυτόν τον πολιτισμό, μετά την παρακμή του και έως να ανακαλυφθεί, τον είχε καταπιεί η ζούγκλα στο στομάχι της συντηρώντας μάλιστα το μεγαλείο του από οποιαδήποτε επιζήμια περιβαλλοντική ή άλλη παρεμβολή, μου φάνηκε συγκλονιστικό. Φανταστείτε ότι ο ίδιος ο Κορτές είχε περάσει έξω από το Παλένκε μαζί με τον στρατό του και κανείς δεν πήρε είδηση τι έκρυβε η ζούγκλα στα σωθικά της!!!
Η πρώτη γραπτή αναφορά για τον τόπο έγινε το 1567 από έναν Ισπανό ιερωμένο τον Pedro Lorenzo de la Nada που την πληροφορία τού την σφύριξαν οι ντόπιοι ινδιάνοι. Ο ίδιος έγινε ο νονός του τόπου δίνοντάς του την ισπανική λέξη που σημαίνει “οχυρωμένη πόλη”. Έκτοτε, διάφοροι φοβεροί τύποι μπήκαν στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού, ταξιδιώτες, εξερευνητές, επιστήμονες, με τις πρώτες ανασκαφές να γίνονται το 1805, ενώ η συστηματική εργασία ξεκίνησε το 1940 από τον μεξικανό αρχαιολόγο Alberto Ruz Lhuillier ο οποίος στη συνέχεια, το 1952 ανακάλυψε τη σαρκοφάγο του Πακάλ αποκαλύπτοντας τη μορφή ενός νεαρού όμορφου άνδρα έτοιμου να ανέβει στον ουρανό από το δέντρο της ζωής!
Είχαμε πάει με το τοπικό λεωφορειάκι οπότε μπορούσαμε να επιστρέψουμε ακολουθώντας άλλη διαδρομή, μέσα από τη ζούγκλα που θα μας έφερνε πιο κοντά στο κατάλυμά μας. Μολονότι τα βήματά μας απομακρύνονταν από τον κυρίως αρχαιολογικό χώρο, βρίσκαμε απομεινάρια κτηρίων στο διάβα μας. Άλλωστε είναι καταγεγραμμένα 1400 κτήρια με μόνο το 10% από αυτά να έχει ως πρόσφατα διερευνηθεί. Η διαδρομή αυτή είχε άλλο ύφος. Ποταμάκια και σχηματισμοί μικρών λιμνών δίπλα σε απομεινάρια ερειπίων έδιναν στη φαντασία έναυσμα να σχηματίσει εικόνες εξαγνιστικών λουτρών με συμμετέχοντες την ελίτ του Παλένκε.
Escárcega, η πόρτα προς τον κόσμο των Μάγια
Έφτανε όμως η ώρα που κι αυτόν τον τόπο θα έπρεπε τον αποχαιρετήσουμε με κατεύθυνση την Chetumal, στην πολιτεία της Quintana Roo, κάπου 400 χιλιόμετρα απόσταση. Δεν είχαμε να σκεφτούμε μόνο τον εαυτό μας αλλά και την Gorda που το παρατεταμένο καθισιό της στερούσε την προπόνηση, έτσι νομίζαμε, τουλάχιστον. Χαιρετώντας τον έναν και τον άλλον κι ένα ζευγάρι που συναντήσαμε μόλις φεύγαμε και πιάσαμε μαζί τους την κουβέντα, έκαναν την υποτιθέμενη πρωινή αναχώρηση, μεσημεριανή με ντάλα ήλιο. Αυτό το ζευγάρι, καθένας με τη δική του μηχανή, ο άνδρας από την Ισπανία, εκείνη από τη Χιλή μόνιμοι κάτοικοι πια του Μεξικού, γύριζαν από την Γουατεμάλα και πρόλαβαν να πουν λίγα για τη δική τους μηχανόβια ιστορία.
Δεν ξέρω αν θα φτάναμε έτσι κι αλλιώς στον προορισμό μας, τέτοια ώρα που φύγαμε και μέσα στη ζέστη, αλλά αυτό που αποδείχτηκε σίγουρο είναι ότι κανονίζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, την Gorda στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η σχέση οδηγού-μηχανής είναι τελείως διαφορετική από αυτήν μεταξύ μηχανής-συνοδηγού. Οδηγός και μηχανή βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία, άλλοτε ψιθυριστή άλλοτε με πιο δυνατά λόγια κι όταν δεν συνομιλούν με λόγια, ανταλλάσσουν χάδια και νοήματα. Ο συνοδηγός μπορεί να μην πάρει είδηση τίποτα απ' όλα αυτά, τίποτα από αυτήν την σχέση ενός ζευγαριού που μοιάζει ερωτική! Έτσι έγινε αυτήν την φορά. Σταματήσαμε στο πουθενά και σκέφτηκα ότι ήταν λίγο νωρίς για διάλειμμα, τουλάχιστον εγώ δεν το είχα ανάγκη. Η μηχανή έχει πρόβλημα, ακούω τον Γιώργο να λέει. Μα πώς μια χαρά πάει, τι πρόβλημα; Δεν ένιωσες τα μπρος-πίσω που έκανε, δεν κατάλαβες ότι αγκομαχούσε στα τελευταία χιλιόμετρα, ότι ήταν σαν άλογο που δεν μπορεί να πάρει ανάσα, που του τελειώνει το οξυγόνο; Έχει ανεβάσει θερμοκρασία, δεν είναι λογικό να έχει ανεβάσει θερμοκρασία, όχι τώρα, όχι εδώ...
Πράγματι δεν είχα καταλάβει τίποτα και δεν μπορούσα να συμμετέχω στον προβληματισμό για το αν φταίει αυτό ή εκείνο. Μολονότι οδηγώ μηχανάκι, σοβαρές γνώσεις δεν έχω και πρώτες βοήθειες δεν μπορώ να δώσω. Κάτσαμε να περάσει η ώρα, να δώσουμε χρόνο στη Gorda να ξαποστάσει και να βρει την ανάσα της όταν ο δείκτης της θερμοκρασίας θα έδινε το ok. Σαν δόθηκε το σήμα της εκκίνησης φύγαμε με μιαν ανησυχία, θα ξαναγίνει, ήταν παροδικό, έχει κάτι η Gorda, μήπως χρειάζεται γιατρό, θα τα βγάλει πέρα, θα φτάσουμε από το πουθενά στο κάπου ή θα μείνουμε σαν την καλαμιά στον κάμπο;
H Gorda ήθελε οξυγόνο
Ένα ήταν σίγουρο: η Gorda δεν ήθελε να μας προδώσει, έβαλε τα δυνατά της να μας φτάσει από το πουθενά στο κάπου. Όντως η επόμενη κρίση την έπιασε σε πόλη, στην Escárcega στην πολιτεία Campeche. Είχαμε διανύσει γύρω στα 180 χιλιόμετρα και από τον αρχικό σχεδιασμό πορείας υπολείπονταν καμιά 250αριά ακόμη. Ήταν σαφές ότι δεν θα τα κάναμε και λόγω της κατάστασης της μηχανής και γιατί πια είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η μη νυχτερινή οδήγηση στο Μεξικό ήταν απαράβατο όριο.
Καθόμαστε στα σκαλιά ενός κτηρίου, κοιτάμε ο ένας τον άλλον και χωρίς λόγια ξέρουμε ότι άλλο δεν θα πάμε, το κορίτσι αγκομαχά και εμάς, εκτός από την κούραση, μας έχει καταβάλει η έννοια. Σταματάει ένα μηχανάκι σχεδόν μπροστά μας και δύο βήματα από την Gorda, τύπου street μικρού κυβισμού. Κατεβαίνει ένα αγόρι, ο οδηγός, κι ένα κορίτσι, στην πορεία προς εμάς βγάζουν τα κράνη, είναι νεαροί και ινδιάνοι και οι δύο. Βαδίζουν αποφασιστικά προς το μέρος μας, προλαβαίνω να δω ότι το κορίτσι έχει μωβ ανταύγειες στα μαλλιά, νιώθω φόβο που τον δημιουργεί η κατά μέτωπο προσέγγιση. Η πόλη αυτή δεν μου αρέσει, δεν θα επέλεγα να σταματήσω αν δεν μας το ζήταγε, επέβαλε μάλλον, η Gorda.
H άλλη πλευρά του Μεξικού
Τι θέλουν; γιατί τόσο ορθά-κοφτά καταπάνω μας; Δεν γεννάει μόνο ο φόβος σενάρια, κι η κούραση τα φέρνει... Πώς και φοβήθηκα τόσο ευγενικά παιδιά; Η Nayeli είκοσι χρονών και ο καλός της, ο Roman, εικοσιδύο. Ήταν ζευγάρι, μικροπαντρεμένοι κατά τη συνήθεια, με κοριτσάκι δυο-τριών χρόνων. Φορούσαν γιλέκο της ομάδας μηχανόβιων στην οποία ανήκουν με ραμμένα τα διακριτικά. Είδαν τη μηχανή και την θαύμασαν. Από την ανησυχία για την κατάσταση της μηχανής, ξέχασα πόσο θαυμασμό δημιουργούσε στο πέρασμά της στους ανθρώπους, πόσο μάλλον στους μηχανόβιους!!! Κάποτε με σταματούσαν όλοι για να θαυμάσουν τον πανέμορφο σκύλο μου, τώρα για την Gorda! Τα παιδιά επέμεναν να πάμε σπίτι τους για καφέ, κι αφού έτσι κι αλλιώς δεν θα το κουνάγαμε ρούπι από την πόλη, είπαμε ναι με χαρά. Το κάνανε αυτό για κάθε μηχανόβιο που περνούσε από την πόλη τους, να τον καλωσορίσουν και να τον προσθέσουν στο δίκτυο των επαφών τους. Με εμάς, όμως, ένιωθα ότι ανέβαινε το ανάστημά τους, ένιωθαν υπερηφάνεια για τη γνωριμία με ξένους και μάλιστα Έλληνες, γιατί την Ελλάδα όλοι την ξέρουν, σε όλους ανακινεί “κάτι”.
Οι Μεξικανοί, οι “καθημερινοί” Μεξικανοί, είναι φτωχοί. Καταλάβαμε ότι καφέ δεν είχαν στο σπίτι τους και επιμείναμε να τον αγοράσουμε εμείς. “Mi casa es tu casa”, είπαν. Έκφραση που λέγεται πολύ στο Μεξικό και υπάρχουν φορές που νιώθεις ότι αυτός που την ξεστομίζει την εννοεί βαθιά. Έτσι ήταν αυτά τα παιδιά, κάνανε το παν για να νιώσουμε σαν το σπίτι μας. Γλυκά, υπέροχα παιδιά, παιδιά μαζί με το παιδί τους, παιδιά της μάνας της κοπέλας που ζούσε μαζί τους. Πήρανε τηλέφωνα φίλους τους μηχανόβιους να έρθουν να γνωρίσουν τους Έλληνες κι ένας, πράγματι, ήρθε. Ένιωθα συνέχεια την αγωνία του αγοριού, του άνδρα του σπιτιού, να ανταποκριθεί σ 'αυτά που θεωρούσε ότι αποτελούσαν υποχρεώσεις του... Μας προτείνανε φιλοξενία μέσα από την καρδιά τους σ' ένα σπίτι που σφίχτηκε η καρδιά μου από ντροπή για τη φτώχεια που ζούσαν.
Ντροπή που αυτοί ζούσαν έτσι, και ντροπή για μένα που την φιλοξενία θα την αρνιόμουν γιατί, εκτός των άλλων, ήθελα να κάνω μπάνιο και έστω υποτυπωδώς καθαρά σεντόνια, αλλά και γιατί μπορούσαμε να πληρώσουμε ένα φθηνό μεν ξενοδοχείο, που για κείνους, όμως, θα ήταν το μισό αν όχι όλο το μηνιάτικο... Είπα να κρατήσω μέσα μου τη χαρά που εξέπεμπαν, μ' αυτό επέλεξα να μείνω. Περάσαμε αρκετές ώρες στο σπίτι τους και κάποια στιγμή προτείναμε να πάμε να φάμε, είμασταν νηστικοί ώρες πολλές. Βέβαια είπαν τα παιδιά αλλά εμείς έχουμε φάει, θα σας πάμε να βρείτε ξενοδοχείο, και σας συνοδεύουμε όπου θέλετε. Σιγά μην είχαν φάει για βράδυ, υπερήφανοι στη φτώχεια τους ήταν, να δώσουν ήθελαν κι όχι να πάρουν, και τους υπερήφανους τους αντιμετωπίζεις με σεβασμό.
Έβαλε και η μικρή κόρη το κράνος της και φύγαμε όλοι για το ξενοδοχείο και το εστιατόριο στη συνέχεια, όπου θα μας έβρισκε και ένας άλλος του club των μηχανόβιων. Εντωμεταξύ, μας είχαν προσθέσει στο γκρουπ των επαφών του WhatsApp που είχαν με τους απανταχού μηχανόβιους του Μεξικού, ώστε οτιδήποτε προκύψει να μπορούμε, όπου κι αν είμαστε, να επικοινωνήσουμε με κάποιον!
Στο εστιατόριο, η μικρή τους κόρη που δεν ήταν ακόμη σε ηλικία να ξέρει τα πρέπει και τα μην που αρμόζουν σε πλούσιους και φτωχούς, παράγγειλε μια μακαρονάδα και αφού σαν πουλάκι έφαγε δυο σπυριά, άφησε την υπόλοιπη για την νεαρή μάνα, κι ο άνδρας ευχαριστήθηκε την κόκα-κόλα που δέχτηκε να κεράσουμε. Κι εμείς χαρήκαμε που δώσαμε χαρά και στα τρία παιδιά, χωρίς να πειράξουμε την υπερηφάνεια. Μέχρι και η Gorda, που είχε πάρει πια τον αέρα της, πήγε ξαλαφρωμένη για ύπνο. Να είστε καλά, μικροί ινδιάνοι φίλοι, διδάξατε αγάπη, αξιοπρέπεια και φιλοξενία στους απογόνους του Ξενίου Διός!
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/ameriki/item/12224-taksidiotiko-anazitontas-to-meksikaniko-oneiro-6o-meros#sigProId62af5506ce