Του Κωνσταντίνου Μητσάκη
Βασιλικές πολιτείες, πανάρχαιες θρησκείες και πολιτισμοί, ήθη και έθιμα αιώνων, ορεινά τοπία που κόβουν την ανάσα, υπαίθριες αγορές και άνθρωποι με ακλόνητη πίστη στις θεϊκές δυνάμεις, με καλωσόρισαν στο λιλιπούτειο Νεπάλ. Ταξιδεύοντας με την μοτοσυκλέτα μου στο ορεινό βασίλειο των Ιμαλαΐων, ευτύχισα να βρεθώ σ’ έναν τόπο με ανθρώπους ζεστούς, που παρά τη καταραμένη φτώχεια τους, μου χάρισαν την καλοσύνη της ψυχής τους.
Στροφή για Ιμαλάϊα
Εδώ και ώρα περίμενα τον τελωνιακό υπάλληλο που είχε χαθεί μέσα στα γραφεία, κρατώντας στα χέρια το διαβατήριο και τα έγγραφα της μοτοσυκλέτας. Με τα μάτια καρφωμένα αδιαλείπτως στις αποσκευές της ΚΤΜ, που ήταν περικυκλωμένη από ένα πλήθος περίεργων ντόπιων, προσπαθούσα να ξορκίσω από το μυαλό μου τα αδιόρατα συναισθήματα ανησυχίας που είχα. Κάποια στιγμή εντόπισα τη φιγούρα του λιπόσαρκου τελωνιακού να κατευθύνεται προς το μέρος μου.
Όλα τα έγγραφά μου ήταν έτοιμα, με τις πολυπόθητες σφραγίδες εισόδου. Ήμουν πλέον έτοιμος να σκαρφαλώσω –με αφετηρία τη συνοριακή πόλη Birganj– στα Ιμαλάϊα και να αλώσω μοτοσυκλετιστικά το ορεινό βασίλειο του Νεπάλ…
Μην με ρωτήσετε πώς βρέθηκα στους πρόποδες των Ιμαλαΐων – αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Σίγουρα δεν κρατούσα ανάποδα τον χάρτη. Απλά, είχα κάνει μια μικρή παράκαμψη από την προκαθορισμένη διαδρομή μου στην Βόρεια Ινδία. Για Σιγκαπούρη πήγαινα ο φορτηγατζής, στο Νεπάλ βρέθηκα! Δίπλα περνούσα άλλωστε, να μην γνωρίσω και το λιλιπούτειο κρατίδιο των Ιμαλαΐων; Αδικία θα ήταν…
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, εδώ στα ινδο-νεπαλέζικα σύνορα έφτασα μετά από 25 ημέρες επίπονης οδήγησης στη σέλα της ΚΤΜ, διατρέχοντας περίπου 8.300 χλμ. μέσα από την Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν και την Ινδία. Ποιος όμως ο κυριότερος λόγος που έστριψα το τιμόνι της μοτοσυκλέτας και βρέθηκα, από τις γόνιμες πεδιάδες του Γάγγη, στους νότιους πρόποδες της ψηλότερης οροσειράς του κόσμου; Μα φυσικά η λαχτάρα μου να επισκεφθώ έναν τόπο αρμονικής συνύπαρξης ινδουισμού και βουδισμού που βρίσκεται στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο γεωγραφικούς και πληθυσμιακούς γίγαντες, την Ινδία και την Κίνα.
Ένα σκέτο δράμα
Στεφανωμένη από τις ψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου (14 κορυφές στον πλανήτη ξεπερνούν τα 8.000 μ. – οι 8 ψηλότερες, συμπεριλαμβανομένου και του Έβερεστ, υπάρχουν εδώ), η τραχιά νεπαλέζικη γη ανέκαθεν αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους δύο πανάρχαιους πολιτισμούς της περιοχής, τον κινέζικο και τον ινδικό.
Στην συνοριακή πόλη Birganj παρέμεινα δυο μέρες. Όχι επειδή μαγεύτηκα από την εξωτική της εικόνα, αλλά εξαιτίας των έντονων γαστρο-εντερικών προβλημάτων που με ταλαιπωρούσαν. Κοιλόπονοι, διάρροια, εμετοί και μυϊκή ατονία ήταν τα κυριότερα συμπτώματα – παρά την αναγκαία φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσα, ήμουν ένα σκέτο δράμα. Και όλα αυτά, λόγω της απερίσκεπτης εμμονής μου για γαστρονομικά ταξίδια στα άδυτα της υπερ-πικάντικης ινδικής κουζίνας. Καυτερά φαγητά που είχαν όμως …εκρηκτικά αποτελέσματα!
Ίσως όμως έφταιγε και το γεγονός ότι έτρωγα ακόμα και από τις υπαίθριες καντίνες του δρόμου. Θεμιτή και απολύτως κατανοητή η τέρψη του ουρανίσκου με πρωτόγνωρες γεύσεις, αλλά όταν ταξιδεύεις σε χώρες και περιοχές του κόσμου, όπου οι συνθήκες υγιεινής και οι πιθανότητες μιας τροφικής δηλητηρίασης ακουμπάνε «κόκκινο», τότε χρειάζεται μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα στο θέμα του φαγητού και του νερού. Ειδικά όταν είσαι μόνος σου...
Στη σέλα της μοτοσυκλέτας κάθισα και πάλι, μόνο όταν ανέκτησα μεγάλο μέρος των δυνάμεών μου. Έτσι όμως έπρεπε να γίνει, αφού είχα να φέρω εις πέρας μια αρκετά δύσκολη αποστολή. Από την συνοριακή Birganj ως την πρωτεύουσα Κατμαντού (196 χλμ.), θα οδηγούσα πάνω στον ορεινό άξονα Tribhuvan Highway, μια οδική αρτηρία που κατασκευάστηκε μόλις το 1956 και ήταν ο πρώτος δρόμος που έφερε σε επικοινωνία την πρωτεύουσα Κατμαντού με τον έξω κόσμο.
Ανάβαση στα Ιμαλάϊα
Νωρίς το επόμενο πρωί… ομελέτα, ψωμί, χυμός μάνγκο, καφές, κι έφυγα! Πριν ακόμα οι εργάτες πάνε στις δουλειές τους και οι αγρότες στα χωράφια τους, εγώ ήδη βρισκόμουν on the road και μαστίγωνα το πορτοκαλί «άτι». Με τα δυο ντεπόζιτα της μοτοσυκλέτας γεμάτα καύσιμα, η ανάβαση στα Ιμαλάϊα με προορισμό την Κατμαντού ήταν σε εξέλιξη. Αλλά δυστυχώς, με ψιλόβροχο και ομίχλη!
Έχοντας αποχαιρετήσει τις εύφορες πεδιάδες του Γάγγη, και καθώς σκαρφάλωνα στα ριζά της οροσειράς, ένιωθα να πνίγομαι από το καταιγιστικό πράσινο μιας φύσης, η οποία, παραδόξως, άρχισε να με εμπνέει θετικά. Η στενή ασφάλτινη λωρίδα ξεκίνησε σταδιακά να ανηφορίζει και οι φουρκέτες που διαδέχονταν η μια την άλλη συνιστούσαν ένα φυσικό «μπαλκόνι» με εξαίσια θέα, απ’ όπου συνεπαρμένος αντίκριζα το μεγαλείο ενός επίγειου παράδεισου.
Με πεδίο δράσης τα επιβλητικά Ιμαλάϊα, ορεινά τοπία πρωτόγνωρης ομορφιάς εναλλάσσονταν συνεχώς στο οπτικό μου πεδίο, ενώ τα χαμηλά σύννεφα που «φλερτάριζαν» τις γύρω κορυφογραμμές και πρόσδιδαν στο τοπίο μια απόκοσμη όψη, δεν είχαν σταματήσει ούτε λεπτό να με «κερνούν» βροχή. Πάμπολλες ήταν οι μικρές στάσεις ανάσας στις άκρες του δρόμου, όχι μόνο για να απαθανατίσω φωτογραφικά την τροπική βλάστηση, αλλά και για να διώξω από την ζελατίνα του κράνους τις σταγόνες της βροχής. Και η δίτροχη ανάβαση καλά κρατούσε, παρά την ομίχλη, το εκνευριστικό ψιλοβρόχι, τη βαθιά σιωπή της φύσης και την αβάσταχτη μοναξιά της διαδρομής.
Simara, Hetauda, Daman, Tistung…Τα γραφικά πετρόκτιστα χωριά και οι λιγοστές κωμοπόλεις που παρεμβάλλονταν στη πορεία της μοτοσυκλέτας αποκάλυπταν στα μάτια μου τις αρχέγονες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν σ’ ένα από τα φτωχότερα κράτη του κόσμου. Και όμως, η περηφάνια, η καρτερικότητα και ο αυτοσεβασμός αποτελούσαν τα βασικότερα ανθρώπινα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους γηγενείς αυτής της ασιατικής χώρας, όπου ο μέσος όρος ζωής είναι τα 52 χρόνια και η εγκληματικότητα είναι σχεδόν μηδενική.
Στην καρδιά της Κατμαντού
Κάθε φορά που οι αξιοπρεπείς ντόπιοι με τις γυμνές πατούσες, τις βαθιές ρυτίδες και το καθάριο βλέμμα κύκλωναν γεμάτοι περιέργεια τον μηχανοκίνητο επισκέπτη, εκτός από ένα θερμό καλωσόρισμα, του χάριζαν αβίαστα και το χαμόγελο της καρδιάς τους – το ίδιο όμως έπραττε κι εκείνος!
Επτά ώρες περίπου χρειάστηκα τελικά για να διατρέξω την απόσταση που χώριζε την συνοριακή πόλη Birganj από την πρωτεύουσα Κατμαντού. Καταπληκτική διαδρομή, αλλά …«προς Θεού, όχι άλλες στροφές, ζαλίζομαι!». Η λέξη «ευθεία» ήταν άγνωστη στο λεξικό της διαδρομής, τα ρουλεμάν του τιμονιού δεν έπαψαν ούτε στιγμή να δουλεύουν, οι αναρτήσεις κατάπιναν αδιαμαρτύρητα τις αναρίθμητες μικροπαγίδες και ανωμαλίες του δρόμου, ενώ το υψομετρικό αποκορύφωμα του ορεινού δρόμου σημειώθηκε στο πέρασμα Simbhanjyang, στα 2488 μ.
Γυναικείες σιλουέτες καλυμμένες με παραδοσιακά σαρί, σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, περπατούσαν δίπλα μου. Μεταξωτά μαντήλια, χειροποίητα κοσμήματα, χάντρες, πολύχρωμα υφαντά και είδη λαϊκής τέχνης –τα περισσότερα απλωμένα κατάχαμα– περίμεναν να τα πάρω στα χέρια μου και να τα εκτιμήσω. Υπαίθριοι μουσικοί σκορπούσαν τις νότες τους απλόχερα στον αέρα, γητευτές φιδιών «συνομιλούσαν» με τις υπνωτισμένες κόμπρες τους, ρακένδυτοι ζητιάνοι –σημαδεμένοι με κάποια αναπηρία οι περισσότεροι– περίμεναν στωικά για μια μικρή βοήθεια και ξυπόλυτα πιτσιρίκια ακολουθούσαν πιστά τα βήματά μου και με αντιμετώπιζαν σαν το καινούριο τους παιχνίδι.
Οι εικόνες που κυριαρχούσαν στην κεντρική πλατεία Durbar της Κατμαντού ήταν δυνατές, συναρπαστικές, και προέρχονταν κυρίως από τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων, οι οποίοι αποτελούσαν άλλωστε τα πρωταγωνιστικά στοιχεία αυτού του απίστευτου θεατρικού σκηνικού. Οι εκφράσεις των ντόπιων που μπορούσα να διακρίνω, δήλωναν απερίφραστα πως οι άνθρωποι εδώ στο Νεπάλ συμμετείχαν με την καρδιά και το νου στα δρώμενα της ζωής.
Και μέσα από τα πυκνά σύννεφα της σκόνης του δρόμου, ολόγυρά μου ξεπρόβαλλαν ινδουιστικοί ναοί με περίτεχνες ξυλόγλυπτες προσόψεις και βουδιστικοί ναοί σε σχήμα παγόδας, ορισμένοι από τους οποίους μετρούσαν πάνω από 7 αιώνες παρουσίας. Εντυπωσιακά θρησκευτικά μνημεία (Kasthamandap, Shiva-Parvati, Narayan, Maju Deval, Cali, Bhagwati, Kumari Bahal, Krishna, Jagannath, Taleju, κ.ά.) που αντιπροσώπευαν έναν οργασμό αρχιτεκτονικής δημιουργίας στην πλατεία Durbar.
Παρέα με τον Αμιτάμπ
Περπατώντας στην καρδιά της νεπαλέζικης πρωτεύουσας, ανάμεσα σε λιπόσαρκους ινδουιστές σαντού (ασκητές), βουδιστές μοναχούς και εκστασιασμένους προσκυνητές που εναπόθεταν τις ταπεινές τους προσφορές σε ρύζι, φρούτα, λουλούδια και σανδαλόξυλα, ήταν μοιραίο να νιώσω κι εγώ το άγγιγμα των τοπικών θεοτήτων, ενώ πλημμυρισμένος από βαθιά κατάνυξη συνειδητοποιούσα με τον πλέον άμεσο τρόπο ότι η θρησκεία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Νεπαλέζων.
Η νεπαλέζικη πρωτεύουσα είναι σήμερα η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της χώρας και πρεσβεύει τον ιδανικό προορισμό για τους εραστές του απροσδόκητου και του ασυνήθιστου. Περικυκλωμένη από κορυφές που αγγίζουν τα 3.000 μ, η Κατμαντού των 900.000 κατοίκων απλώνει τις πολύβουες γειτονιές της μέσα στην ομώνυμη κοιλάδα, σε υψόμετρο 1.550 μ.. Οι πρώτοι δυτικοί ταξιδιώτες κατέφτασαν εδώ πριν από πενήντα χρόνια αναζητώντας το μυστικισμό της ανατολίτικης φιλοσοφίας, ενώ λίγο αργότερα, την δεκαετία του 1970 οι χίπις (τα ρομαντικά παιδιά των λουλουδιών) ανακάλυψαν το Νεπάλ για την άφθονη μαριχουάνα και φτηνό χασίσι του!
Η γνωριμία με την πόλη κράτησε 4 ολόκληρες μέρες. Στην πίσω σέλα της μοτοσυκλέτας είχα συνεχώς μαζί μου τον Αμιτάμπ, τον εικοσάχρονο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου που διέμενα. Εφοδιασμένος μ’ ένα χάρτη της Κατμαντού, πάνω στον οποίο είχε σημειωμένα τα αξιοθέατα που, κατά την εκτίμησή του, θα με ενδιέφεραν περισσότερο, ανέλαβε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα του Νεπάλ να μου παρουσιάσει την πόλη του, αλλά και την ζωή του. Με μόλις 15 €, προσφέρθηκε να γίνει ο προσωπικός ξεναγός μου για όσο χρονικό διάστημα θα έμενα στην Κατμαντού. Η πρότασή του έγινε αμέσως αποδεκτή…
Τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας
Ο Αμιτάμπ καταγόταν από ένα χωριό της επαρχίας Pokara, περίπου 200 χλμ. δυτικά της Κατμαντού. Όχι, δεν είχε ξαναγνωρίσει Έλληνα: «Αλήθεια, ξέρεις πού βρίσκεται η Ελλάδα Αμιτάμπ; Όχι; Δίπλα στην Τουρκία! Κατάλαβες τώρα;». Το αντιλήφθηκε πλήρως όταν κάποια στιγμή άνοιξα ένα χάρτη και του έκανα ένα μικρό μάθημα γεωγραφίας. Απ’ ότι μου εκμυστηρεύτηκε πάντως, τ’ όνειρό του βρισκόταν λίγο πιο δυτικά και συγκεκριμένα στην Γαλλία. Ήταν η δική του εκδοχή του παραδείσου – εκεί θα ‘θελε να ζήσει.
Προς το παρόν, ο αεικίνητος Αμιτάμπ έπρεπε να δουλεύει σκληρά προκειμένου να μαζέψει τα χρήματα για την εγγραφή του σε μια διετή σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Όμως, εδώ κι ένα χρόνο που βρισκόταν στην Κατμαντού δεν είχε καταφέρει να μαζέψει το ποσό των 120 € που απαιτούνταν, αφού ένα μεγάλο μέρος του πενιχρού μισθού (50 €) το έστελνε στο πατέρα του για τις ανάγκες της επταμελούς οικογένειας του. «Σε λιγότερο από ένα μήνα ξεκινούν τα μαθήματα. Αν δεν καταφέρω και τώρα να μαζέψω τα λεφτά για την εγγραφή μου, χάνω δυστυχώς άλλη μια χρονιά. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα φίλε…».
Παρέα με τον Αμιτάμπ, τα κυριότερα αξιοθέατα της Κατμαντού πέρασαν για πάντα στη μνήμη μου. Το πολυδαίδαλο βασιλικό παλάτι Hanuman Dhoka (Old Royal Palace) αποτελούσε ένα ακόμα αξιοθέατο της περίφημης πλατείας Durbar. Για να σκαρφαλώσω κατόπιν στην κορυφή του κοντινού λόφου Swayambunath, στον βουδιστικό «Ναό των Πιθήκων», χρειάστηκε να ανέβω 365 σκαλοπάτια (όσα και οι μέρες του χρόνου). Τόπος λατρείας για Βουδιστές και Ινδουιστές, η λευκή στούπα με το χρυσό επιστέγασμα θεωρείται ο αρχαιότερος ναός σ’ όλη την κοιλάδα της Κατμαντού, ηλικίας 2.000 ετών.
Σκηνικά θρησκευτικές κατάνυξης
Παρόμοιο σκηνικό θρησκευτικής κατάνυξης αντίκρισα και στη Bodhnath, την πιο μεγάλη στούπα του Νεπάλ – και από τις μεγαλύτερες του βουδιστικού κόσμου. Πολύχρωμες σημαίες και τροχοί προσευχής, Θιβετιανοί μοναχοί, έντονες μυρωδιές θυμιαμάτων και ήχοι ψαλμωδιών –ανάκατες με τις δεήσεις των πιστών– επιβεβαίωναν την παρουσία μου στα όρια ενός κόσμου διαφορετικού, ο οποίος παραμένει προκλητικά γυμνός από υλιστικά όνειρα και επιδιώξεις. Βλέπετε, ο άνθρωπος εδώ προσβλέπει μόνο σε μια καλή μετεμψύχωση.
Επόμενη στάση στα ανατολικά περίχωρα της Κατμαντού, και συγκεκριμένα στην περιοχή Pashupatinath, στις όχθες του ποταμού Bagmatti. Για τους Ινδουιστές του Νεπάλ, είναι ο ιερός ποταμός τους. Όπως ο Γάγγης για τους Ινδούς. Εδώ δέσποζε ένας από τους σημαντικότερους ναούς του θεού Σίβα σε ολόκληρη την ινδική υποήπειρο, τον οποίον επισκέπτονται χιλιάδες ινδουιστές προσκυνητές ετησίως. Δίπλα ακριβώς στο ποτάμι βρισκόταν ο μεγαλύτερος και πιο καθαγιασμένος χώρος καύσης των νεκρών στη χώρα. Η Pashupatinath είναι το Βαρανάσι του Νεπάλ!
«Σε παρακαλώ, σεβάσου τη μνήμη του νεκρού και μην φωτογραφίζεις τη τελετή αποτέφρωσης…». Θεατής μιας τελετής καύσης νεκρού (σύμφωνα με το τελετουργικό που προτάσσει η ινδουιστική θρησκεία) είχα προσπαθήσει να φωτογραφήσω τη διαδικασία της μακάβριας τελετουργίας από την απέναντι όχθη του ποταμού. Η παράκληση του Αμιτάμπ έγινε αμέσως σεβαστή και χαμήλωσα διακριτικά την φωτογραφική μηχανή…
Ο κύκλος γνωριμίας με τα αξιοθέατα της νεπαλέζικης πρωτεύουσας ολοκληρώθηκε με την δίτροχη μετάβαση στις όμορες πόλεις Bhaktapur και Patan. Μαζί με την Κατμαντού, αποτελούν τις τρεις βασιλικές πολιτείες της κοιλάδας Κατμαντού – απέχουν μεταξύ τους από 5 έως 14 χλμ. Προικισμένες με υποβλητικά συγκροτήματα ιστορικών κτιρίων και ναών, που συναγωνίζονται σε σπουδαιότητα τα αντίστοιχα της Κατμαντού, οι δυο αρχαίες πρωτεύουσες της κοιλάδας μου χάρισαν την ανάμνηση δυο υπαίθριων μουσείων τοπικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής.
Και όπως ήταν αναμενόμενο, κάποια ξυλόγλυπτα αριστουργηματικά μικροαντικείμενα και δύο μάσκες τοπικών θεοτήτων –τα λάφυρα από την περιπλάνησή μου στην υπαίθρια αγορά της Bhaktapur– κατέληξαν μέσα βαθιά στις αποσκευές της ΚΤΜ.
Πορεία για Pokara
Αφήνοντας πίσω μου τις αστικές παραστάσεις της Κατμαντού με κατεύθυνση την Pokara (198 χλμ. δυτικότερα), οι εικόνες μιας ήρεμης ορεινής φύσης με βαθιές κοιλάδες, βαθμιδωτούς ορυζώνες, τρομακτικά φαράγγια και πανύψηλες βουνοκορφές κυριαρχούσαν σε όλο το μήκος της διαδρομής, μεγάλο μέρος της οποίας ακολουθούσε την ροή του ποταμού Trisuli. Ο μοναδικός ασφαλτόδρομος που ένωνε την νεπαλέζικη πρωτεύουσα με την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας δεν προσφέρονταν πάντως για μεγάλες ταχύτητες. Στενός, ίσα-ίσα που χωρούσαν δύο οχήματα, γεμάτος λακκούβες και κοτρόνες από κατολισθήσεις, χρειάστηκα περίπου έξι ώρες να φτάσω στην Pokara – σημειωτέων ότι οδηγούσα ανάποδα, βρετανικά!
Και παρόλο που ξεκίνησα χαράματα, σύντομα, όλο και περισσότερα οχήματα μοιράζονταν μαζί μου το ασφάλτινο χαλί. Έτσι, με την συντροφιά του δρόμου σταδιακά να μεγαλώνει, αναγκάστηκα να υιοθετήσω τον τρόπο οδήγησης που είχα διδαχθεί στους υπερκορεσμένους δρόμους της Ινδίας. Με κινήσεις μπαλαρίνας, η μοτοσυκλέτα «χόρευε» ανάμεσα σε οχήματα, ζώα και ανθρώπους, ενώ ο αντίχειρας ήταν μονίμως κολλημένος στο μπουτόν της κόρνας. Ήταν ο μόνος τρόπος να τους επισείσω την προσοχή για την παρουσία μου.
Οκτώ τροχαία ατυχήματα αντίκρισα καθοδόν. Όλα οφείλονταν σε υπαιτιότητα των φορτηγών, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των οχημάτων στο δρόμο. Υπερβολικά αργά και ρυπογόνα, τα σαραβαλιασμένα φορτηγά δυσκόλευαν αφάνταστα την οδήγηση – υπήρξαν περιπτώσεις που είχα να προσπεράσω και επτά φορτηγά μαζί! Και η μάχη της ασφάλτου καλά κρατούσε, απαιτώντας όμως γερά νεύρα, αυτοσυγκέντρωση και γρήγορα αντανακλαστικά.
Στην Ελβετία του Νεπάλ
Ξημερώματα στη Pokara. Καθώς η μικρή παραδοσιακή βάρκα «ντούνγκας» γλιστρούσε στα ασάλευτα νερά της λίμνης Phewa Tal, στις όχθες της οποίας ακουμπά η Pokara, το βλέμμα και η ψυχή μου είχαν γαληνεύσει για τα καλά. Στην διαυγή επιφάνεια της δεύτερης μεγαλύτερης λίμνης του Νεπάλ απολάμβανα ένα υπέροχο καθρέφτισμα των χιονοσκέπαστων κορυφών της οροσειράς Annapurna, που βάφονταν με το απαλό ρόδινο χρώμα της ανατολής. Αυτήν την μοναδική εμπειρία είχα υποσχεθεί να χαρίσω στον εαυτό μου, όταν κάποτε βρεθώ στη Pokara, την «Ελβετία του Νεπάλ» όπως την αποκαλούν.
Ανάμεσα στις πάλλευκες κωνικές βουνοκορφές της Annapurna ξεχώριζε φυσικά η μυθική Machapuchare («Η Ουρά του Ψαριού»), το όνειρο των ορειβατών όλου του κόσμου. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Jimmy Roberts να την κατακτήσει (1957), η απόκρημνη Machapuchare εξακολουθεί να αγνοεί την ανθρώπινη παρουσία στο ψηλότερο σημείο της (6.993 μ.).
Δυο εικοσιτετράωρα έμεινα στην παραλίμνια Pokara, που φωλιάζει μέσα στην πανέμορφη ομώνυμη κοιλάδα, σε υψόμετρο 884 µ. Ο δεύτερος δημοφιλέστερος προορισμός του Νεπάλ αποτελεί το ορμητήριο για ορκισμένους οπαδούς του οικοτουρισμού, που καταφτάνουν εδώ για πεζοπορικές διαδρομές μέσα στην ορεινή φύση των Ιµαλαΐων, για βαρκάδα στα νερά της λίμνης Phewa Tal, ράφτινγκ στα ορμητικά ποτάμια της περιοχής και για ορειβασία στην κοντινή οροσειρά Annapurna. Προσωπικά, προτίμησα να χαλαρώσω δίπλα στις όχθες της Phewa Tal και να πίνω τσάι θαυμάζοντας το ορεινό μεγαλείο της Annapurna, του γιγάντιου ορεινού τείχους των Δυτικών Ιµαλαΐων, που φτάνει σε μήκος τα 55 χλμ.
Δικαίωμα στο όνειρο
Επιστροφή στην Κατμαντού από τον ίδιο δρόμο με τις γνωστές οδικές δυσκολίες και διανυκτέρευση –η τελευταία νύχτα στο Νεπάλ– στο ίδιο ξενοδοχείο. Την επομένη αποχαιρετούσα την Κατμαντού και μέσω του Tribhuvan Highway επέστρεφα ξανά στην Ινδία, για να συνεχίσω το διηπειρωτικό ταξίδι μου προς την Σιγκαπούρη. Το μικρό διάλλειμα είχε τελειώσει…
Παρά την κούραση του ταξιδιού, δεν αρνήθηκα την πρόσκληση του Αμιτάμπ για ένα ποτό σ’ ένα μπαρ της περιοχής Thamel, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα σχεδόν τα πάντα: ξενοδοχεία, εστιατόρια, μπαρ, internet cafe, ταξιδιωτικά γραφεία, καταστήματα και πολύχρωμες παραδοσιακές αγορές.
Έχοντας περιπλανηθεί μέσα σ’ ένα λαβύρινθο με στενά καλντερίμια, καταλήξαμε να πίνουμε τις μπύρες μας σ’ ένα μισοσκότεινο μπαρ με παλιά ροκ μουσική, κεριά και λάμπες ασετιλίνης. Η ρομαντική ατμόσφαιρα του μαγαζιού δεν ήταν πάντως επιλογή μας. Ο Αμιτάμπ είχε λησμονήσει να μου πει πως κάθε νύχτα, ένα μεγάλο μέρος της νεπαλέζικης πρωτεύουσας βυθίζεται –εκ περιτροπής– στα μαύρα σκοτάδια λόγω ενεργειακής ανεπάρκειας…
Ώρα εννιά το πρωί και η Κατμαντού είχε αρχίσει να παίρνει σταδιακά τον καθημερινό ρυθμό της. Η κίνηση πεζών κι οχημάτων πύκνωνε σιγά-σιγά, τα μαγαζιά στην πλατεία Durbar άνοιγαν το ένα μετά το άλλο, οι ζητιάνοι έπαιρναν την γνωστή θέση τους και οι μισονυσταγμένοι μαγαζάτορες στοίβαζαν στα πεζοδρόμια τα ετερόκλητα εμπορεύματά τους. Φορτωμένη με όλες τις αποσκευές και τον Αμιτάμπ στην πίσω σέλα, η πορτοκαλί ΚΤΜ διέσχιζε τους κεντρικούς δρόμους της Κατμαντού με κατεύθυνση τα νότια προάστια. Πριν εγκαταλείψω την νεπαλέζικη πρωτεύουσα, είχα να τακτοποιήσω μια τελευταία εκκρεμότητα...
Αφού πάρκαρα την μοτοσυκλέτα στον προαύλιο χώρο ενός νεόδμητου κτιρίου, μαζί με τον Αμιτάμπ ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο. Από την μικρή τσάντα που κρατούσε, έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά και μαζί με μια αίτηση που συμπλήρωσε, τα κατέθεσε για την εγγραφή του στην Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Λίγα λεπτά αργότερα, πλήρωνα 120 €, για να μπορέσει ο Αμιτάμπ να ξεκινήσει την επαγγελματική σταδιοδρομία του. Ήθελα πραγματικά τόσο πολύ να τον βοηθήσω, να του δώσω την ευκαιρία να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Είχε κι αυτός δικαίωμα στο όνειρο της ζωής. «Αμιτάμπ, καλή τύχη. Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα μακριά…»
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/asia/item/6336-taksidiotiko-sto-nepal#sigProId27f790ae91