Του Κωνσταντίνου Μητσάκη
Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς τις αναρίθμητες εικόνες, τα συναισθήματα και τις συναρπαστικές εμπειρίες που «οικειοποιήθηκα» χρόνια τώρα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Θα μπορούσα άραγε να περάσω μια ζωή ήσυχη, ξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ, δίχως περιπέτειες, εντάσεις και ρίσκο; Κατηγορηματικά όχι. Γιατί γουστάρω μια ζωή στους δρόμους, πάνω στη σέλα μιας μοτοσυκλέτας. Παρακάτω, θα βρείτε έξι διαφορετικές ιστορίες που θα έχω να διηγούμαι όταν κάποιες – σπάνιες – φορές, θα βρίσκομαι στον καναπέ!
1 - Κόσοβο 2007 – Πύρινα λόγια
Φτάνοντας εκείνο το μεσημέρι στην πόλη Peje (Πέγια ή Πετς) του Δυτικού Κοσόβου, ζήτησα από δυο νεαρούς να με οδηγήσουν με το μοτοποδήλατό τους στο Μοναστήρι του Πατριαρχείου (Patrijarsija Monastery), τον χώρο όπου στεγάζεται η έδρα του Ορθόδοξου Σερβικού Πατριαρχείου.
Το μοναστικό συγκρότημα του Πατριαρχείου, ένα θρησκευτικό οικοδόμημα του 13ου αιώνα, ήταν κτισμένο στα ριζά του βουνού, δίπλα στη κοίτη ενός μικρού ποταμού. Φημισμένο για τις υπέροχες, καλοδιατηρημένες αγιογραφίες του (που χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα), το μοναστήρι φυλασσόταν από τις δυνάμεις της KFOR, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν επιθέσεις και βανδαλισμοί από μουσουλμάνους Αλβανόφωνους. Την ίδια προστασία τύγχανε και το κοντινό Ορθόδοξο Σερβικό μοναστήρι Decani (14ου αιώνα), ένα εξίσου αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής, που βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Peje.
Χρειάστηκε να περάσω δυο σημεία ελέγχου μέχρι να μπω στο εσωτερικό της μονής. Στο πρώτο μάλιστα φυλάκιο μου ζητήθηκε να παραδώσω το διαβατήριο και τα έγγραφα της μοτοσυκλέτας, ενώ οι Ιταλοί στρατιώτες της KFOR, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη της μονής, μου γνωστοποίησαν πως απαγορευόταν αυστηρά η φωτογράφηση στο εσωτερικό του μοναστηριού.
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProId0eb53f0e37
Ο πειρασμός, ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλος, που δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ και προχώρησα σε μια κρυφή φωτογράφηση των σπάνιων αγιογραφιών του καθολικού. Η ενέργεια μου αυτή έγινε αντιληπτή όμως από την ηγουμένη της μονής, που με αρκετά ευγενικό τρόπο με υποχρέωσε να παραιτηθώ από το ιερόσυλο έργο μου. Λίγο η εθνική μου καταγωγή, λίγο το γεγονός ότι ήμουν ομόθρησκος, κατάφερα τελικά να αποσπάσω τη συγχώρησή της και να γλιτώσω έτσι από τα χέρια των ανδρών της KFOR.
Μετά τη ξενάγηση που μου έγινε στους υπόλοιπους χώρους του μοναστικού συγκροτήματος, η ευγενικότατη ηγουμένη προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι τον εξωτερικό περίβολο της μονής, στο σημείο που ήταν παρκαρισμένη η μοτοσυκλέτα. Πριν με αποχαιρετήσει, η μαυροντυμένη μοναχή έστρεψε το κεφάλι της ψηλά στο βουνό, στην κατεύθυνση που θα ακολουθούσα για το Μαυροβούνιο. Το βλέμμα της έμεινε μετέωρο πάνω στην γρανιτένια βουνοκορφή, ενώ ο λόγος της μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου και σφράγισε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο την επίσκεψή μου στο Κόσσοβο.
Ήταν λόγια πύρινα, γεμάτα αλήθειες και αγωνίες, που φανέρωναν μια ανυπέρβλητη δύναμη ψυχής, πραγματικά μοναδική: «…πρέπει όλοι οι Κοσοβάροι να ενωθούμε ξανά, να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε δίχως εθνικιστικά και θρησκευτικά τείχη ανάμεσά μας. Στο παρελθόν συμβιώσαμε μαζί και σίγουρα μπορούμε και στο μέλλον. Δεν μπορώ να δεχτώ τον τρόπο που σκέπτονται και αντιμετωπίζουν οι μεν τους δεν. Όχι, δεν απογοητεύομαι, έχω πίστη στο Θεό αλλά και στις νεότερες γενιές. Μόνο οι νέοι μπορούν να χαράξουν ένα καινούριο, ελπιδοφόρο μέλλον γι’ αυτόν τον τόπο. Έχουν τον τρόπο τους. Ας τους δώσουμε τουλάχιστον μια ευκαιρία…».
2 - Ιράκ 2001 - Το Καταφύγιο της Φρίκης
Αναβιώνοντας πιστά την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον δικό μας σιδερένιο Βουκεφάλα, η ιστορική πορεία του Μακεδόνα Στρατηλάτη μοιραία μας οδήγησε και στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσείν - σε μια δύσκολη, για τον ιρακινό λαό, εποχή. Στρατοπεδεύοντας για 3 μέρες στην Βαγδάτη, θελήσαμε να επισκεφθούμε –μεταξύ άλλων– και το Ατομικό Καταφύγιο Αμαριγιέ (ή Shelter), τον χώρο όπου έγιναν στην κυριολεξία στάχτη 1.200 γυναικόπαιδα, χάρη στη αποτελεσματικότητα των "έξυπνων όπλων".
Την μοιραία νύχτα της 13/2/91, μια αμερικανική ρουκέτα–σπιράλ χτύπησε το καταφύγιο, διαπερνόντας την -πάχους δύο μέτρων- τσιμεντένια οροφή. Από την τρύπα που δημιουργήθηκε, τρία λεπτά αργότερα πέρασε μια δεύτερη βόμβα καθοδηγούμενη με λέιζερ, η έκρηξη της οποίας δημιούργησε στο καταφύγιο θερμοκρασίες… 4000C κατακαίγοντας μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά που βρίσκονταν εκεί! Η ανθρώπινη κτηνωδία και θηριωδία σε όλη της την αποτελεσματικότητα.
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProIdf362b4a5e8
Το Καταφύγιο Αμαριγιέ είχε μετατραπεί σ’ έναν τόπο προσκυνήματος, που «εξέπεμπε» ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα προς τους λαούς όλου του κόσμου. Λουλούδια, φωτογραφίες και τα ονόματα των θυμάτων βρίσκονταν σε όλους τους χώρους του καταφυγίου, ενώ στα μαυρισμένα ταβάνια εύκολα διακρίνονταν τα ίχνη από τις μαλάμες και τα πέλματα μικρών παιδιών που -καμένα και συρρικνωμένα- εκσφενδονίστηκαν και έμειναν κολλημένα εκεί. Στη μέση περίπου του Καταφυγίου, πάνω σε μια μεσοτοιχία, δέσποζε -ως αγιογραφία- η μορφή μιας μητέρας με το παιδί στην αγκαλιά, που προφανώς την πρόλαβε το πύρινο κύμα και την εξαΰλωσε.
Οδηγός μας στον τύμβο των γυναικόπαιδων ήταν η τραγική φιγούρα μιας άλλης μητέρας, ζωντανής. Η μαυροντυμένη γυναίκα είχε επωμισθεί το μακάβριο έργο της ξενάγησης, ορκισμένη να υπηρετεί εκεί για το υπόλοιπο της ζωής της. Την αποφράδα εκείνη νύχτα είχε χάσει στο Καταφύγιο και τα οκτώ μέλη της οικογενείας της - η ίδια είχε γλίτωσε, γιατί είχε πάει στο σπίτι να φέρει τρόφιμα. Από εκείνη τη νύχτα το Καταφύγιο Αμαριγιέ έγινε το σπίτι της, για να μη ξαναχωρίσει με την οικογένειά της.
Μια ώρα αργότερα, βουβοί και με χέρι τρεμάμενο, καταθέταμε στο βιβλίο επισκεπτών τις προσωπικές μας σκέψεις για τη φρίκη που μόλις είχαμε αντικρίσει σε τούτο το σύγχρονο Νταχάου της Μέσης Ανατολής.
3 - Αυστραλία 2004 – Ο πρώτος Έλληνας στην Αυστραλία
Ο ήλιος, που ήταν αρκετά ψηλά στον αυστραλιανό ουρανό, ζέσταινε τη γη με το χρώμα και τις ακτίνες του, ενώ εγώ, μεθυσμένος από το ζωογόνο ανοιξιάτικο φως που παιχνίδιζε πάνω στις γιγάντιες γυάλινες σιλουέτες των ουρανοξυστών, τριγυρνούσα αργόσυρτα με την κίτρινη μοτοσυκλέτα μου στο κέντρο του Sydney για μια τελευταία φορά. Σε δυο μέρες, μοτοσυκλέτα και αναβάτης θα αναχωρούσαμε αεροπορικώς για Ελλάδα. Έτσι, βίωνα μια ανέμελη περιπλάνηση δίχως σκοπό και προορισμό και χωρίς την παραμικρή διάθεση για προσωπικούς απολογισμούς ή κριτικές εφ’ όλης της ταξιδιωτικής ύλης. Ήθελα, έτσι απλά, να αφήσω τις τελευταίες εικόνες της πόλης να δράσουν μόνες τους στη συνείδησή μου, αλλά και στο υποσυνείδητό μου.
Η απογευματινή μου επιστροφή στην κατοικία των συγγενών που με φιλοξενούσαν, συνδυάστηκε με τη μετάβασή μου σ’ έναν τελευταίο, πλην συγκεκριμένο προορισμό, που δεν ήταν άλλος από ένα προαστιακό νεκροταφείο της πόλης. Εκεί, με μουδιασμένα βήματα, ερευνητικές ματιές και σφιγμένη καρδιά περιπλανήθηκα ανάμεσα στα λιτά νεκρικά μνημεία του χώρου, έως ότου εντόπισα τον τάφο όπου αναπαυόταν ο Αντώνης Μανώλης, ο πρώτος Έλληνας που είχε πατήσει την αυστραλιανή γη και απεβίωσε εδώ, το 1880, σε ηλικία 76 ετών.
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProId76623c29ac
Η ενέργειά μου να αναζητήσω την τελευταία κατοικία του πρωτοπόρου Έλληνα είχε υπαγορευτεί από κάποια ισχυρά, αδιαπραγμάτευτα κελεύσματα της καρδιάς και της συνείδησής μου. Παιδί μεταναστών ήμουνα κι εγώ, εδώ στο Sydney είχα γεννηθεί πριν 40 χρόνια.
Ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στον πρωτοπόρο ομογενή, εναπόθεσα ένα ταπεινό, κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στο ταφικό μνημείο του.
Ήταν μια συμβολική πράξη σεβασμού, όχι μόνο απέναντι στον Αντώνη Μανώλη, αλλά και προς όλους εκείνους τους Έλληνες που στο διάβα του χρόνου είχαν ξενιτευτεί, αγωνιστεί, δημιουργήσει και πεθάνει εδώ στην Αυστραλία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα ευλογημένα χώματα της πατρίδας. Ήταν λοιπόν μοιραίο, μια βουβή, ιερή συγκίνηση να πλημμυρίσει μεμιάς τα εσώψυχά μου και η ματιά μου να παραμένει για λίγο μετέωρη πάνω στο δίστιχο που ήταν χαραγμένο στην ταφόπετρα:
«Σε μια ξένη γη,
ο ξένος βρίσκει μνήμα.
Μακριά από την πατρίδα του
Πέρα απ’ το αφρισμένο κύμα»
Στιγμές αργότερα, γεμάτος δύναμη και αποφασιστικότητα, γύρισα την πλάτη και έφυγα μακριά ...για πάντα!
4 - Αιθιοπία 2012 – Παραπέτασμα καπνού
Μια ατέλειωτη ανθρώπινη πλημμυρίδα, απλωμένη σε όλο το μήκος του οδικού άξονα, συνιστούσε την συντροφιά μου καθοδόν για την Αντίς Αμπέμπα. Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωνα ότι στην Αιθιοπία ένας ολόκληρος λαός κυριολεκτικά βρισκόταν στο δρόμο. Άντρες συνόδευαν κοπάδια ζώων στα βοσκοτόπια, γυναίκες φορτωμένες υπέρβαρα με ξύλα και πέτρες κουβαλούσαν αγκομαχώντας το δικό τους καθημερινό σταυρό, ενώ αμέτρητα μισόγυμνα παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα δίπλα στη μοτοσυκλέτα και με χαιρετούσαν με εγκαρδιότητα. Για αυτές τις λιλιπούτειες ψυχούλες, είχα φροντίσει άλλωστε να έχω πάντα μια σακούλα γεμάτη με καραμέλες, τις οποίες και μοίραζα κάθε φορά που με «αγκάλιαζαν» με το αθώο βλέμμα τους…
Αρκετές φορές βρέθηκα περικυκλωμένος από τραγικές ανθρώπινες υπάρξεις, με κορμιά σκελετωμένα και υποσιτισμένα, αντίκρισα πρόσωπα σκαμμένα και ζαρωμένα από το χρόνο και τις κακουχίες, εισέπραξα βλέμματα γεμάτα πόνο και θλίψη. Οι εικόνες και οι καταστάσεις ήταν τόσο σοκαριστικές, που ήθελα να κλείσω τα μάτια μου και να μην βλέπω, να φύγω όσο πιο μακριά μπορούσα– ο ψυχικός μου κόσμος είχε γίνει χίλια κομμάτια! Θεέ μου, πώς να αντέξω τόση δυστυχία και εξαθλίωση;
Βιβλικές σκηνές που επιβεβαίωναν με τον πλέον τραγικό τρόπο τα τεράστια προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζει ο αιθιοπικός λαός, τον οποίο τα στατιστικά στοιχεία κατατάσσουν στην τελευταία θέση, σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο αναφορά τη μέση ημερήσια κατανάλωση θερμίδων, με μόλις 1.650 θερμίδες ανά άτομο. Κάτοικοι μιας χώρας η οποία αδυνατεί να παράσχει -στα φτωχότερα τουλάχιστον στρώματα του πληθυσμού- έστω και τη στοιχειώδη κοινωνική μέριμνα σε θέματα δημόσιας υγείας, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος ζωής των γυναικών να αγγίζει τα πενήντα και των αντρών τα πενήντα τρία χρόνια.
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProId1f39e92027
Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι μια ομάδα εξαθλιωμένων χωρικών στην Βορειοανατολική Αιθιοπία κινήθηκε απειλητικά εναντίον μου, αποσκοπώντας να λεηλατήσουν τις αποσκευές μου για τυχόν τρόφιμα. Σταματώντας σ’ ένα χωριό της διαδρομής Μπαχίρ Νταρ – Αντίς Αμπέμπα, και πριν προλάβω να κατέβω από την μοτοσυκλέτα, βρέθηκα αμέσως περικυκλωμένος από ένα πλήθος ντόπιων που ζητούσαν επιτακτικά να τους δώσω τρόφιμα.
Κι ενώ τους κοιτούσα σαστισμένος, ξαφνικά ένιωσα την μοτοσυκλέτα να κουνιέται - κάποιοι προσπαθούσαν να αρπάξουν τον σάκο από την σχάρα. Η απειλή της λεηλασίας ήταν άμεση, έπρεπε να αντιδράσω γρήγορα. Ήταν ωστόσο αδύνατον να ξεκινήσω, αφού αρκετά άτομα μπροστά μού έκλειναν το δρόμο. Δίχως δεύτερη σκέψη, άνοιξα το τανκ-μπακ, έβγαλα 2-3 κονσέρβες που υπήρχαν και τις πέταξα μακριά φωνάζοντας «food». Όσοι χωρικοί ήταν μπροστά από την μοτοσυκλέτα έφυγαν τρέχοντας για να πιάσουν τις κονσέρβες, και έτσι, χάρη σε μια γρήγορη εκκίνηση, κατάφερα ευτυχώς να ξεφύγω - οι κονσέρβες λειτούργησαν σαν παραπέτασμα καπνού!
5 - Ουζμπεκιστάν 1997 – Τα παιδιά του εμφυλίου
«Το 1949, ήταν η χρονιά που έφταναν στην Τασκένδη οι πρώτοι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, 11.900 άτομα περίπου. Η Σοβιετική Ένωση μας δέχτηκε τότε, παραχωρώντας μας σπίτι, δουλειά και όλες τις άλλες αναγκαίες προϋποθέσεις για να δημιουργήσουμε και να συντηρήσουμε τις οικογένειές μας εδώ, μακριά από την Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός των εδώ Ελλήνων μεγάλωσε, με αποτέλεσμα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η κοινότητά μας αριθμούσε γύρω στο 35.000 άτομα».
Τα λόγια αυτά ανήκαν στον ασπρομάλλη πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας και των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων της Τασκένδης, τον κ. Χρήστο Δωροκιδένη. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για το καλωσόρισμα και για τη ζεστή υποδοχή που μας επιφυλάχτηκε εδώ στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, της τρίτης κατά σειράς χώρας του ταξιδιού μας, από την Κίνα στην Ελλάδα.
Και ο κ. Χρήστος συνέχισε: «Εγώ ανήκω στην πρώτη φουρνιά των Ελλήνων που έφτασαν εδώ, έχω δηλαδή πάνω από μισό αιώνα διαμονής στην Τασκένδη. Θυμάμαι τότε, κάθε Κυριακή, οι πλατείες και τα πάρκα γέμιζαν από Έλληνες. Παντού άκουγες ελληνικά, νόμιζες ότι βρισκόσουνα στην πατρίδα. Άσε τους χορούς και τις εκδηλώσεις. Αναμφισβήτητα ήμασταν μια κοινότητα με πολύ δυναμική παρουσία στα πολιτιστικά -και όχι μόνο- δρώμενα της πόλης. Σε γενικές γραμμές περνούσαμε καλά. Δε μας έλειπε τίποτε, εκτός... εκτός από την πατρίδα! Σήμερα, δυστυχώς, οι εδώ Έλληνες δεν ξεπερνούμε τις 5.000. Πολλοί άρχιζαν να επιστρέφουν σταδιακά στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση και την πολιτική αναγνώριση του Κ.Κ.Ε., ενώ άλλοι έφυγαν για τη Ρωσία μετά την οριστική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης».
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProId08d0061339
Η συζήτησή μας με τον πρόεδρο κράτησε αρκετή ώρα, κάτω από την παρουσία και τα βλέμματα αρκετών άλλων συμπατριωτών μας που είχαν προστρέξει να μας ανταμώσουν και να μας χαιρετίσουν, δημιουργώντας μια οικεία και... ελληνική ατμόσφαιρα. Μέσα σε ένα λιτό, αλλά οπωσδήποτε ζεστό χώρο, αυτόν της κοινοτικής λέσχης, της οποίας σίγουρα η διακόσμηση των γύρω τοίχων δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αφού κυριαρχούσαν φωτογραφίες από τη δράση της Εθνικής Αντίστασης (Ε.Λ.Α.Σ.) κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου, ενώ η μισάνοιχτη πόρτα πίσω μας οδηγούσε σε ένα μεγάλο κλειστό αμφιθέατρο, εκεί όπου γίνονταν οι εκδηλώσεις της κοινότητας.
Δέσποζε «επί σκηνής» μια τεράστια γκραβούρα της Ακρόπολης, πλαισιωμένη από την ελληνική σημαία, ενώ στους τοίχους εκατέρωθεν της σκηνής, οι προσωπογραφίες του Άρη Βελουχιώτη, της Ηλέκτρας και του Μπελογιάννη είχαν τον κύριο λόγο. Μνήμες, γεγονότα και κληρονομιά μιας άλλης, περασμένης, περήφανης γενιάς, που μόνο η Ιστορία είναι σε θέση να δικαιώσει ή να δικάσει.
Και όσον αφορά στη σημερινή θέση του ελληνισμού της Τασκένδης, αυτή τείνει από δύσκολη έως τραγική, εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το Ουζμπεκιστάν τη τελευταία δεκαετία. Οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες μας, απόμαχοι πλέον της ζωής, καταφέρνουν και επιζούν, όχι φυσικά από τις συντάξεις των 25$ το μήνα, αλλά χάρη κυρίως στη γενναιοδωρία των συγγενών τους από την Ελλάδα.
Αυτή η τραγική οικονομική κατάσταση, στάθηκε η αφορμή για 500 περίπου υπερήλικους να συντάξουν ένα υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής, ζητώντας τον επαναπατρισμό και τη συνταξιοδότησή τους, έτσι ώστε να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στην πατρίδα, την οποία πολλοί από αυτούς στερήθηκαν επί 50 ολόκληρα χρόνια.
Ευχή μας, όπως η μητέρα-πατρίδα να μην γυρίσει την πλάτη της στις προσπάθειές τους για επιβίωση, αξιοπρέπεια και διατήρηση της ελληνικής τους ταυτότητας. Γιατί, ειδάλλως, μια τέτοια ενέργεια θα είναι πολύ σκληρή και απάνθρωπη.
6 - Ταϊλάνδη 2009 – Ένας απρόσμενος φίλος
Με την άφιξή μου στη Μπανγκόκ, ήξερα ότι είχα αφήσει πίσω μου τα δύσκολα και είχα πλέον μπει στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση του διηπειρωτικού μου οδοιπορικού, από την Αθήνα στη Σιγκαπούρη. Με αφετηρία το μητροπολιτικό κέντρο της Ταϊλάνδης, η προσέγγιση της τεχνοκρατικής Σιγκαπούρης - του απώτατου προορισμού μου - ήταν πια υπόθεση λίγων μόλις ημερών και χιλιομέτρων.
Το γεγονός που έμελλε όμως να σημαδέψει την παραμονή στην Μπανγκόκ ήταν η γνωριμία μου μ’ ένα άτομο – όχι Ταϊλανδό, αλλά… Έλληνα! Μιλάω για τον Γιάννη Σαπουντζή, έναν απόμαχο ναυτικό που παραθέριζε τους τελευταίους τρεις μήνες στη Ταϊλάνδη μόνος του. Η ελληνική πινακίδα κυκλοφορίας και τα αυτοκόλλητα των χορηγών πάνω στη μοτοσυκλέτα τράβηξαν αμέσως τη προσοχή του Γιάννη, που έσπευσε να με αναζητήσει στο ξενοδοχείο μου. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη –σχεδόν δάκρυσε– όταν του συστήθηκα, αφού ευτύχησε να συναντήσει αυτόν που τόσα χρόνια τον «ταξίδευε» μέσα από τις σελίδες των μοτο-περιοδικών. Κάτοχος μιας Harley Davidson 883 Sportster, είχε κυριολεκτικά οργώσει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Αφού μετακόμισε στο ξενοδοχείο που έμενα, ο Γιάννης προσφέρθηκε τις επόμενες μέρες να μου δείξει τις χάρες της ταϊλανδέζικης πρωτεύουσας, αυτές που τον είχαν ξεμυαλίσει και τον είχαν κρατήσει μακριά από την Ελλάδα. Κοσμοπολίτικη και εκκεντρική, αισθησιακά όμορφη αλλά και αρκετά κουραστική, η Μπανγκόκ, δίχως ιδιαίτερο κόπο, κατόρθωσε να σαγηνεύσει και μένα. Άλλωστε, το μητροπολιτικό κέντρο της Ταϊλάνδης είναι μια μεγαλούπολη που ικανοποιεί και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProId9df8f72bb4
Μετά την εμπειρία της Μπανγκόκ ξεκίνησα τη πορεία μου προς το νότο της χώρας. Αλλά όχι μόνος. Ο Γιάννης είχε αποφασίσει να υιοθετήσει κατά γράμμα το ταξιδιωτικό μου πρόγραμμά. Θα με ακολουθούσε μέχρι τη Σιγκαπούρη, ταξιδεύοντας με τα τοπικά μέσα συγκοινωνίας. Έτσι, για τις επόμενες 15 μέρες, παρέα με τον Γιάννη, ξόρκισα τη καταραμένη μοναξιά μου και πέρασα αξέχαστες στιγμές. Πουκέτ, Τζωρτζτάουν, Κουάλα Λουμπούρ, Σιγκαπούρη…
Την τελευταία μέρα μου στη Σιγκαπούρη, καθισμένος με τον Γιάννη σ’ ένα υπαίθριο καφέ της πόλης, απολάμβανα μια παγωμένη μπύρα. Η ταξιδιωτική περιπέτεια Αθήνα – Σιγκαπούρη είχε πια τελειώσει. Η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα βρισκόταν ήδη φορτωμένη στο πλοίο της επιστροφής και το αεροπορικό ταξίδι του γυρισμού –για μένα τουλάχιστον– ήταν θέμα ωρών. Ο Γιάννης, αντίθετα, θα επέστρεφε οδικώς στην Ταϊλάνδη, για να συνεχίσει τις διακοπές του μέχρι τα Χριστούγεννα.
Οι προσωπικές εξιστορήσεις και εξομολογήσεις έπαιρναν και έδιναν, τα ποτήρια της μπύρας άδειαζαν το ένα μετά το άλλο και η συζήτηση καλά κρατούσε! Μέχρι που ήρθε η ώρα του χωρισμού. Ανανεώνοντας το ραντεβού μας για την Ελλάδα, έσφιξα τον Γιάννη στην αγκαλιά μου και μίλησα κατευθείαν στην καρδιά του...
Φωτογραφίες
https://www.bikeit.gr/diafora-taksidiotika/item/5987-taksidiotikes-istories-6-istories-dromou#sigProIdaa97b361f2